20/2/11

Ειρήνη, μια μέρα...


Αστράφτει και βροντάει ο Πυλαγόρας.
Καμαρωτός στο βήμα, με τα χέρια υψωμένα, παρακινεί το Συμβούλιο να δει το φως της λογικής μεσ’ στο σκοτάδι.
«Αδέρφια μου, δεν έχετε χορτάσει πια από πόλεμο;
Τι κι’ αν κάποιοι δυστυχισμένοι προσπαθούνε να βγάλουν λίγους οβολούς από τους επισκέπτες του Μαντείου;
Μπροστά στα τόσα που ξοδεύουν για τον χρησμό, τι αξία έχει μια χούφτα νομίσματα για ένα φτωχικό γεύμα σε κάποιο πανδοχείο, ή μια σκέπη πάνω από το κεφάλι τους τη νύχτα;
Ειρήνη, αδέρφια μου, αυτό μοναχά σκεφτείτε!
Τάχα, δεν έχει χυθεί αρκετό αίμα;»

Του κάκου, φαίνεται στα μάτια τους, πως τον κοιτάνε οι άλλοι Πυλαγόρες.
Κι’ όταν οι Ιερομνήμονες ψηφίζουν, αυτά που τους έχουν προστάξει οι άρχοντές τους, πάντα με τη σκέψη τους στο κέρδος...
Ακόμα ένας πόλεμος, Ιερό τον ονομάζουν.
«Γκρεμίσετε συθέμελα την Κρίσσα και την Κίρρα!
Να μην αφήσετε όρθια πέτρα πάνω σε πέτρα!
Άντρες, γυναίκες και παιδιά, πουλήστε τους σαν δούλους!»
Δακρύζει ο Πυλαγόρας. Νιώθει το βάρος των χρόνων του σαν ένα βουνό, να τον λυγίζει, να τον λιώνει πάνω στο χώμα.
Πενήντα χρόνια, δεν έζησε ποτέ του την ειρήνη. Τόσα όνειρα, τόσες υποσχέσεις...
Αλλά την πίστη του στον άνθρωπο δε χάνει. Βουβός, τσακισμένος, καταφέρνει και σηκώνει το κεφάλι. Έχασε μια μάχη, αλλά όχι ακόμα την ελπίδα.
Ίσως αυτός ο πόλεμος νά ’ναι ο τελευταίος...

Δεν υπάρχουν σχόλια: