17/3/11

Νύχτα στην Πόλη


Η νύχτα πέφτει πάνω από την Πόλη.
Οι σκιές σκεπάζουν τα σοκάκια, σιγά σιγά.
Ένα αδιόρατο άρωμα από ανακατεμένα μπαχαρικά έρχεται κι επικάθεται πάνω μας, σαν αστερόσκονη.
Ακόμα ένα βράδυ περπατώντας στους δρόμους του Φαναριού, μακριά από τη βουή της πλατείας Ταξίμ, ψάχνοντας μια χαμένη υπόσχεση.
Περπατάμε δίπλα στον Κεράτιο, θέλουμε να νιώσουμε τη μυρωδιά της θάλασσας.
Μακριά, ένας σκύλος αλυχτάει.
Το φεγγάρι λάμπει σαν ήλιος στον ουρανό.
Μιναρέδες υψώνονται γύρω μας, άσπροι μέσα στη νύχτα.

Περπατάμε χωρίς σκοπό, χωρίς προορισμό.
Εικόνες, ήχοι και μυρωδιές εισβάλλουν μέσα μας, ταράζουν τη μνήμη μας.
Είναι αυτή η Πόλη που ονειρευόμασταν;
Είναι αυτή η αλήθεια του σύμπαντός μας;
Αναμνήσεις και μνήμες – δυο λέξεις παρόμοιες, μα τόσο διαφορετικές.
Κι’ εμείς να περπατάμε ακόμα, ψάχνοντας ένα ακαθόριστο όνειρο, ένα μαρμαρωμένο βασιλιά.
Μέχρι να τελειώσει αυτή η νύχτα...

Ένας νέος που σκάρωνε λιμερίκια...


Κάθε βράδυ, κάτω απ’ τ’ αρμυρίκια,
σκάρωνε με μανία λιμερίκια.
Αλίμονο: μια μέρα
έπαθε χολέρα
και τώρα ανάποδα κοιτάζει τα ραδίκια.

Λουϊζα


Δεν ήτανε στο μπαρ, δεν ήταν στις καμπίνες
δεν ήταν ούτε στην ακρογιαλιά.
Μου είπαν κάτι φίλοι την είδαν με το Μπίλη
να βγαίνει με μια βάρκα στ’ ανοιχτά.

Της είχα πει πριν φύγω θα γύριζα σε λίγο
και μού’πε θα περίμενε στην πλαζ.
Γυρίζοντας νομίζω την είδα με το Μήτσο
να βγαίνει με την Πόρσε απ’ το γκαράζ.

Χωρίς αμφιβολία, ήταν στην παραλία
κι’ εγώ ο χαζός δεν πρόσεξα καλά.
Νομίζω κατά βάθος πως κάνω κάποιο λάθος
μα λάθη πάντα γίνονται πολλά.

Κι’ όλο ψάχνω λοιπόν τη Λουΐζα
κι’ όλο γυρεύω τη Λουΐζα, παιδιά.
Η καρδιά μου κόπηκε στη ρίζα,
βγήκε από την πρίζα και δε δουλεύει πια.

Δεν ξέρω τι να κάνω, που όσο και να ψάχνω
δε βρίσκω τη Λουΐζα πουθενά.
Πόσο είχα λείψει τάχα; Πέντε λεπτά μονάχα,
μα πρόλαβε και χάθηκε ξανά.

Δεν ξέρω τι παθαίνω, νομίζω πως πεθαίνω
κάθε φορά που φεύγει ξαφνικά.
Μου λένε τελευταία πως πάει με τον Αντρέα
μα εγώ δεν τους πιστεύω φυσικά.

Κι’ όλο φωνάζω Λουΐζα, Λουΐζα
κι’ όλο δε βρίσκω Λουΐζα πουθενά.
Η καρδιά μου κόπηκε στη ρίζα,
βγήκε από την πρίζα και δε δουλεύει πια...

Ποιητικοί Διάλογοι


Να θες τον ύπνο σου αλαφρύ παράλογο δεν είναι
(καημένε Κορατζίνε, σε σκέπασαν αφροί).
Έτσι και τα χρωστούμενα πρέπει να μας τα δίνεις
αντί να τα αφήνεις σε σπίρτων Πετεφρή.
Γιατί πηγάδης η ζωή, πηγάδης μαγγανίτης
μια στου θριάμβου τη βουή και την επαύριο αλήτης.

********************************************

Θνητός κανένας δε μπορεί το μέλλον να προβλέψει
γιατί τον κόσμο κυβερνάει με χέρι στιβαρό
ο Δίας, που τα μελλούμενα με δίκιο τα ορίζει
κι’ ότι είν’ στη ζήση να γενεί το λέει το ριζικό.
Για τούτο πρέπει στη ζωή απλόχερα να δίνεις
μα και στον Κορατζίνο, μα και στον Πετεφρή
γιατί όσα πλούτια κι’ αγαθά στις κάσες κι’ αν συνάξεις
αγέρας είναι, και καπνός, και ίσκιοι αλαφροί.

Το Πεπρωμένο (Ρεμπέτικα για όλους)


Μην περιμένεις ξαφνικά πολύξερος να γίνεις
το πεπρωμένο ειν’ στη ζωή να παίρνεις και να δίνεις.
Όπου να πας κι’ όπου να’ρθείς κι’ όποιο καπνό φουμάρεις
μια θα την έχεις την καρδιά ωσότου να κρεπάρεις.

Δε μας τάπες βρε Μανώλη πως δεν πας στον καφενέ
και τους μάγκες τους σνομπάρεις και το παίζεις κυριλέ.

Σαν το γαϊδούρι στο παχνί και το τραγί στη στάνη
γυρίζεις μεσ’ στις ντισκοτέκ και δεν ακούς Τσιτσάνη.
Τη γειτονιά σου την παλιά ποτέ σου δε θυμάσαι
και τους παλιούς σου βλάμηδες άμα τους δεις λυπάσαι.

Δε μας τάπες βρε Μανώλη πως δεν πας στον καφενέ
και τους μάγκες δε γουστάρεις και το παίζεις κυριλέ.

16/3/11

Νομανσλαντιανή Πλανεύτρα


Το χαμένο ποίημα του Ντοτζ του Ενετού για την παράνομη αγάπη ενός νεαρού Απονέζου και μιας πολυτραγουδισμένης Νομανσλανδιανής - που λίγο αργότερα έγινε και αφορμή για να ξεσπάσει ο 1ος Νομανσλανδιανός πόλεμος...

Σηκώστε τα καναπουτσάρ και ξεκινάμε!
Στην πλώρη εγώ, με τη Μουλίν μου αγκαλιά
θα τη γεμίζω με ινδιάνικα φιλιά
και όπου η Σερίφ θε να μας πάρει εκεί θα πάμε.

Με το Μπαρόκο Μπάρμα πάντα στο τιμόνι
μαζί θα σκίζουμε του Ρόνου τα νερά,
και σου ξηγιέμαι παστρικά και καθαρά,
Μουλίν, ποτέ ξανά δε θα σ’ αφήσω μόνη.

Δεν έχω εγώ τα φράγκα του Μπενεφισιάρη
μα έχω μι’ αντρίκια και λεβέντικη καρδιά,
απ’ τ’ αψηλά τα τείχη Χάντριαν πιο φαρδιά,
του Τριζμεζίστ είμαι το πρώτο παλληκάρι.

Τους Τσαλντεάνους πια δε θέλω να φοβάσαι
ξέρω κι’ εγώ από μαγεία Καλντεέν,
κι’ορκίζομαι: Φλάβιους Ζοζέφ να μη με λεν,
αν σου πειράξουνε μια τρίχα όσο κοιμάσαι.

Έλα να γείρεις στην κουβέρτα της φελούκας,
έστρωσα λόβερκραφτ για σένα μαλακό
και θα σου δώσω, Μουλινάκι μου γλυκό,
καναπουτσάρ που θα το ζήλευε ο Σολούκας.

Ο Δρόμος


Όλα δρόμος.
Είναι η αλήθεια του κόσμου, η αλήθεια μας;...
Μακρινές σιωπές. Σιωπές αέναες.
Κάθε βήμα, μια καινούργια αρχή. Ατελείωτοι ορίζοντες.
Η νύχτα κατεβαίνει, μας σκεπάζει με τα πέπλα της.
Προχωράμε με το φως των αστεριών. Ο κάμπος, γύρω, ένα πέλαγος από μαύρο βελούδο.

Ακόμα μια μέρα στο δρόμο.
Το ταξίδι είναι ο προορισμός μας.
Αυτοκίνητα λιγοστά, πεζός κανείς. Αρχίζει να βρέχει.
Η βροχή δυναμώνει, μας μουσκεύει μέχρι το κόκκαλο.
Μακρινά αγριοπερίστερα σηκώνονται, διαλαλούν το μούχρωμα.

Σε μια στροφή του δρόμου, ένα μικρό χωριό, ξαφνικά, ισορροπώντας στην πλαγιά του βουνού, ανάμεσα στα δέντρα.
Ευκαιρία για μια γρήγορη στάση, στο καφενείο.
Λιγοστές κουβέντες. Ο δρόμος έχει γίνει η μόνη μας πραγματικότητα.

Ο ήλιος ακίνητος στο στερέωμα, σαν πύρινος μύθος.
Προχωράμε, μα εκείνος στέκεται.
Τα χρώματα του κόσμου έχουν γίνει αλλόκοτα, θαμπά, θρυμματισμένα.
Ένα μακρινό σύννεφο: θα είναι η σωτηρία μας;

Τοπίο στην ομίχλη. Μια σειρά από χαμηλούς λόφους ξεπροβάλλει, θαρρείς από το πουθενά.
Από την άλλη μεριά, μια θάλασσα του τίποτα.
Πέφτει ξανά το βράδυ. Όλα δρόμος.

Το Μοιρολόι της Νομανσλάνδης


Κρώζουν φριχτά τα φτερωτά βουβάλια
απάνω απ’ τις ψηλές βουνοκορφές:
Τώρα διαβαίνουν με σκυμμένα τα κεφάλια
-τα σωθικά μου σαν να σφίγγει μια τανάλια-
του Συμβουλίου του Ντιν θλιμμένες οι μορφές.

Για του Κλιν Σέβαν το χαμό θρηνεί τα βράδια
με σνιφ! κλαψ! λυγμ! της Νομανσλάνδης κάθε νια.
Θνησιγενή ήταν τα φιλιά του και τα χάδια
-κι’ εσύ στον άνεμο ψάχνεις να βρεις σημάδια
πως ξεκληρίστηκε μια ολάκερη γενιά.

Η Νομανσλάνδη έγιν’ ηφαίστειο που κοχλάζει
πολλοί μισούν τον Αυτοκράτορα το Τσινγκ.
Των Τσαλντεάνων το λεφούσι αλαλάζει
πέφτουν μπουνιές και κουτουλιές σαν το χαλάζι
και το Συμβούλιο μετατρέπεται σε ρινγκ.

Τώρα λοιπόν κάθε προδότης και κακούργος
πρέπει να ψάξει μια γωνιά για να κρυφτεί:
μα ο σεβάσμιος Didache (ο ραδιούργος!)
κι’ ο μοχθηρός ο λόρδος Κράουν, ο πανούργος,
παίζουν κρυφά το τελευταίο τους χαρτί.

Και η βασίλισσα των Spades παραγάδι
στη Νομανσλάνδη θ’ αμολήσει μια νυχτιά:
Πρίγκιπας Ρήτζεντ και Μπασέν ντε Λαντρ, ομάδι
-καναπουτσάρ γυμνά- στο ανθρώπινο κοπάδι
ρίχνουνται με τρελήν αποκοτιά.

Μέσα στην πόλη μια ισορροπία του τρόμου
αλλά στους δρόμους η επανάσταση αρχινά.
Το Ρεβιστίνκτ θάθελα νάχα στο πλευρό μου
-μα ο Τεν Μπακς έγινε εκπρόσωπος του νόμου!-
κι’ ο Άρσον τώρα κινδυνεύει αληθινά.

Ο Άγιος Γκράαλ από ψηλά να μας φυλάει:
οι Τσαλντεάνοι πολεμούν τους Ταγιστές.
Εκεί που η επανάσταση χαλάει
η τύχη ξάφνου μας χαμογελάει
-ορμούν του Τάλατ Μπλεντ οι σκακιστές.

Ο Κάουαρντ Ρόμπερτ Φορντ, ο σκηνοθέτης
κοιτάζει της Μουλίν του το γυμνό κορμί:
Κι’ ο Μποχεμιάν, ο εθνικός μας ο συνθέτης
μετανιωμένος που έπαψε να ζει ρεμπέτης
θέλει να πιει κι’ όλο ζητά μιαν αφορμή.

Μα οι Τσαλντεάνοι πάλι στήσανε καρτέρι,
αστράφτουν και βροντάνε τα καναπουτσάρ.
Το Τρίο Στούτζες μέρα μεσημέρι
και τους Ατσίδες με τα Μπλε σ’ ένα παρτέρι
τους πιάσαν με κατεβασμένο φερμουάρ.

Σουρούπωσε: στέκει βουβό το δείλι
δακρύζοντας μπροστά στο μακελειό.
Ο Πράβο Γιάζντι ορθός, δαγκώνοντας τα χείλη
και η Μουλίν σκυφτή, κρατώντας το μαντήλι
τον πόνο τους να πνίξουν πάν’ στο καπηλειό...

Επιστροφή στην Έρημη Φτέρη


Στην έρημη φτέρη
γελούσες, Λευτέρη

Καυτό μεσημέρι
κρατούσες μαχαίρι

Ο Καρακατσάνης
μπήκε στο τηγάνι
γιατί δεν τον παίζανε
οι φιλενάδες του

Ονειρεύτηκα


Ονειρεύτηκα
πως κουρεύτηκα
μα σε σκέφτηκα
και μπερδέφτηκα

Είσαι καλά να χαίρουμαι
ή το γιατρό να φέρουμε;
Όμως υποφέρουμε
γιατί ξέρουμε:

Φταις δε φταις
Είσαι σαν κεφτές

11/3/11

Forever Winter


Cold grey morning near the end of December
it was a cold grey morning near the end of my heart
and then a cold grey day with no sun in the sky
followed by a cold black night with no moon and no stars.

 I do the things that I have to do
and I feel the need of someone like you.
All places are empty, the mind is dead
can you hold on till summer comes again?

I feel the need, I feel the need
I feel the need of someone like you
I feel the need of you, I need you
can you hold on till summer comes again
can you hold on till summer comes again, yeah.

Cold grey morning near the end of December
it was a  cold grey morning near the end of my love
just a  cold grey winter without you in my life
cold lonely winter without you in my heart.

Burning Flowers (Vienna)


Night train to Vienna
riding through the foggy countryside;
outside the darkness and the rain,
inside the shadow and the pain
you've forgotten the fire
but the flames still burn in the night so bright
it has happened before
so it can happen again.
      
Burning flowers
in the empty streets at midnight
whatever happens
it has happened before, long ago
we were just burning flowers
while the shadows gathered among us
we were just burning flowers
right before the storm.
      
Another night on the road
from Berlin to Vienna
all the way to Vienna
we were dreaming of the past.
The past lies ahead
the future's left behind us;
no room for the present
in this glorious scheme of things.

Well, these flames still burn in the night so bright;
has it happened before?
or will it happen again?

Tales Of Love And Revenge


Senseless knights riding around in the night
evil kings driving their armies to the fight
demon lovers standing apart from the crowd
shadow people living their deaths underground

Forging their idols from metal and stone
buried apart and alone
fighting and shouting and shaking their heads
seeking only revenge

So this is revenge
situations leading to bloody revenge
this is revenge
Tales of Love and Revenge

Stolen moments, lost between pleasure and pain
broken bones scattered all over the plain
silver spiders sinking in the mud of the lake
drunken witches unloving and trying to fake it

All forge their idols from metal and stone
buried apart and alone
dreaming and screaming, so close to the edge
seeking only revenge

So watch your step, cause this is revenge
situations leading to bloody revenge
don't you worry now, it's only revenge
Tales of Love and Revenge

Shadows Of Your Love


Hit me, hurt me
but don't desert me
shadows of your love
watching from above
feeling's not enough

Walk just by me
but don't deny me
why am I so tense
you keep me in suspense
stole my common sense

Hit me, hurt me
don't forget me
shadows of your love
watching from above
shadows of your love

Buy me, sell me
but can you tell me
what is there to see
it's not just jealousy
it's more than you and me

Hit me, hurt me
don't desert me
shadows of your love
watching from above
feeling's not enough

Push That Button


Don't you hide behind the bullet
cause the bullet's gonna make you cry
don't you hide behind the bullet
cause the bullet's gonna make you die.

Terror lives under your skin
but the watcher knows your name
a monster lies between your eyes
but the watcher watches again.

Don't try to count the bullets
cause the bullets only live inside your heart
if going on is the only solution
you've gotta stop before you start.

Fireflies stole your sight
but the watcher's watching still
fire's burning through the night
and it's time to pay the bill.

Don't hide behind the button
push it for no reason
he who lives by the sword shall perish by the sword.

(Maybe) Venus


Sitting by the window watching the rain falling down the street
hoping that despite the weather we will meet
maybe the rain will turn to snow
maybe we will learn what we don't know

      Maybe we can go to Venus
      maybe we can leave this planet now
      maybe we can go to Venus
      maybe we can go to Mars

      Maybe we can go to Venus
      maybe we can leave this planet now
      maybe we can get away,baby
      maybe we can reach the stars

Living wide awake in a dream when you're around
dancing even till we hit the ground
maybe the rain will turn to snow
maybe the pain could really go

      Maybe we could go to Venus
      maybe we could leave this planet now
      maybe we could go to Venus
      maybe we could go to Mars

      Maybe we could go to Venus
      maybe we could leave this planet,baby
      maybe we could get away now
      maybe we'd sometime come back

Ice Black


When the night is back
when the race is over
when the ice is black

(I want to be with you)

when the end is near
when the game is over
when the ice is black

comes the time of love and fear and death in foreign places
farewell

we're leaving for the war
we're living for the war
we're dying in the war

but what I want is sailing over water
being with you
dancing on the water

this night your life is blowing out over water
only the water is left
foreign water
alien water
but all the water is the same, or is it?

when the seal is broken
when the game is over
when the ice is black

I love you again
Ice Black
for life...

The Eyes Behind The Mirror


They were hiding behind the others
they were drifting behind the others
they were trying to get together
they were beautiful to see

(all around us)

Get us out from behind the mirror
get us out of the realm of reason
get us out of the past that haunts us
give us freedom to be

In the end they'll become lovers
in the end they'll become believers
they will never be slain by monsters
they will be what they have to be

(eyes all around us)

You can take away their freedom
you can bite the hand that feeds you
you can throw away your life
you can be what you choose to be

(eyes all around us, waiting to see)

Take the creature behind the mirror
it will come to you unbidden
it will break the chains that bind you
in the flesh

(eyes all around us, waiting to be)

27/2/11

Το Τέλος του Παιχνιδιού


Έστησα με προσοχή όλα μου τα πιόνια.
Τοποθέτησα το βασιλιά, τη βασίλισσα, τους ευγενείς, τους αυλικούς.
Τους αξιωματικούς, τους υπαξιωματικούς, τους απλούς φαντάρους...
Έβαλα στην κατάλληλη θέση τα κανόνια, τις βόμβες και τις νάρκες.
Στάθηκα και τα κοίταξα: Ήταν όλα όπως ακριβώς θα έπρεπε να είναι.

«Η σειρά σου», είπα. «Τι περιμένεις;»

Με κοίταξες περίεργα. «Ποτέ δε μαθαίνεις από τα λάθη σου», είπες και σηκώθηκες από το τραπέζι θριαμβευτικά.

«Τι θέλεις να πεις;» ρώτησα. «Τι έκανα πάλι λάθος;»

Χαμογέλασες και μου έδειξες ένα χοντρό βιβλίο. «Ξέχασες τους κανόνες του παιχνιδιού», είπες.

Άνοιξα με προσοχή το βιβλίο. Ήταν δερμάτινο, με χρυσά γράμματα, και φάνταζε πελώριο.
Το ξεφύλλισα. Εκατοντάδες σελίδες, όλες λευκές.
Και μόνο στην πρώτη σελίδα, με μεγάλα κόκκινα γράμματα, έγραφε: «ΚΑΝΟΝΑΣ ΠΡΩΤΟΣ: ΕΧΕΙΣ ΧΑΣΕΙ».

Το τελευταίο ταξίδι


Ακούω, σφυρίζεις τρεις φορές, απ’ το λιμάνι βγαίνεις,
μεσ’ στην ομίχλη πρόβαλαν τα φώτα σου θαμπά.
Ανταριασμένη θάλασσα, τη σκίζεις σα δελφίνι,
η πλώρη σου περήφανη τα κύματ’ αψηφά.

Ο καπετάνιος στέκεται ορθός στην τιμονιέρα,
βαστάει το  τσιμπούκι μεσ’ στα δόντια του σφιχτά.
Ολούθε μαύρος ουρανός, ούτ’ ένα αστέρι φέγγει,
ορθώνονται τα κύματα αλλόκοτα θεριά.

Μονάχα το ναυτόπουλο εσφούγγισ’ ένα δάκρυ
σαν χάθηκε απ’ τα μάτια του στερνή φορά η στεριά.
Στο τελευταίο ταξίδι σου κανείς δε σε προσμένει,
ξεθώριασαν τα φώτα σου στη μαύρη σκοτεινιά...

Έχτισες το σπίτι σου...


Έχτισες το σπίτι σου γερό, από πέτρα.
Ήρθαν και σου το γκρέμισαν.

Έχτισες το σπίτι σου πρόχειρα, από λάσπη και κλαριά.
Το γκρέμισαν κι’ αυτό.

Έχτισες το σπίτι σου από ξύλο.
Ήρθαν και το έκαψαν.

Έχτισες σπίτια από τούβλα, από χώμα, από καραβόπανο, από άχυρα.
Μάταιος κόπος. Ότι και να έκανες, έρχονταν πάντα να γκρεμίσουν τα όνειρά σου.

Έμαθες πια.
Τώρα το σπίτι σου είναι χτισμένο μόνο από σάρκα και αίμα.
Κι’ όσες φορές κι’ αν σε διώξουν, το παίρνεις μαζί σου.

Το ξένο χώμα


Έσκαβες το χώμα με δύναμη
το ξένο χώμα, το πικρό, το χέρσο
εκείνο που σου δώσανε, είπαν, σαν «αποζημίωση»

Έσκαβες με δύναμη, για να ξεχάσεις
λες και θα μπορούσες ποτέ να ξεχάσεις
τη γη σου, την ευλογημένη
τον ξεριζωμό
την Αννούλα σου, που δεν είναι πια

λες και θα μπορούσες ποτέ να ξεχάσεις τον τόπο σου...




Θυμάμαι


Ακόμα θυμάμαι. Δυο μαύρα μάτια που καίγανε μέσα στη νύχτα. Πριν ξεσπάσει η άλλη φωτιά. Εκείνη που δεν έλεγε να σβήσει, κι’ όμως τά’σβηνε όλα στο διάβα της.

Δεν έχω ξεχάσει. Τη μυρωδιά του ασβέστη, στην αυλή. Τη μυρωδιά του φρεσκοβαμμένου ασβέστη. Και τους μενεξέδες.
Οι μυρωδιές μας σημαδεύουν, λένε.  Ξυπνάνε εικόνες για πάντα θαμμένες. Βαθιά θαμμένες. Βαθιά, κάτω από τη γη. Σαν τη ζωή μας.

Η μυρωδιά του ασβέστη πάντα με ξυπνάει, πάντα με ζωντανεύει. Κι’ είναι σαν να σβήνει για λίγο από τα ρουθούνια μου εκείνη την άλλη μυρωδιά. Τη μυρωδιά της τελευταίας ανάμνησης, που τα σκέπασε όλα. Τη μυρωδιά του αίματος.

Ο πόλεμος


Ρήγας καρό.
Ντάμα σπαθί.
Άσσος κούπα.
Φάντης μπαστούνι.
Έφτιαξες ένα στρατό από τραπουλόχαρτα και τον έστρεψες προς το μέρος μου.

«Έλα να πολεμήσουμε», είπες.
Κόντεψα να βάλω τα γέλια. «Να πολεμήσουμε;» σε ρώτησα. «Με τραπουλόχαρτα;»
«Δεν έχει σημασία το μέσο», απάντησες, «μόνο το μήνυμα».
«Και ποιο είναι το μήνυμα;»
«Δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον πόλεμο. Γιατί ο πόλεμος γίνεται μέσα μας».

Προκρούστης


Ξαπλώσαμε στο κρεβάτι του Προκρούστη.
«Εγώ ταιριάζω ακριβώς», μου είπες. «Εσύ περισσεύεις».
«Και τι μ’ αυτό;», ρώτησα.
«Μήπως είναι καιρός να κόψουμε κάτι; Κάτι περιττό; Κάτι άχρηστο, ίσως;»
«Δεν έχω κάτι περιττό», απάντησα. «Μόνο τα πόδια και το κεφάλι μου».
«Τα πόδια, πιστεύεις, είναι απαραίτητα;»
«Και βέβαια, για να κινούμαι».
«Και γιατί να κινείσαι; Όλα όσα χρειάζεσαι, βρίσκονται εδώ».
«Δίκιο έχεις, αλλά δεν ξέρω...»
«Σε βλέπω λίγο διστακτικό. Μήπως να κόβαμε το κεφάλι, καλύτερα;»
«Α όχι, όχι! Το κεφάλι το χρειάζομαι για να σκέφτομαι».
Γέλασες. «Μήπως θα ήταν καλύτερα να μη σκέφτεσαι;» ρώτησες. «Αυτή είναι η ρίζα όλων των προβλημάτων σου».
Σε κοίταξα ανήσυχος. «Αλήθεια, ο Προκρούστης που βρίσκεται;» σε ρώτησα για να αλλάξω την κουβέντα.
«Ο Προκρούστης;» είπες. «Σκεφτόταν πολύ. Αλλά μην ανησυχείς. Τώρα πια είναι καλά».

Οι ειδήσεις των εννιά


Άνοιξα την τηλεόραση. Εκφωνητές αλαφιασμένοι ξεχύθηκαν στο σαλόνι μου.

Βία παντού. Τρόμος. Μάνα σκότωσε τα παιδιά της. Γιος σκότωσε τους γονείς του. Εγκληματικότητα. Η οικονομική κρίση. Θα πεινάσουμε. Θα πούμε το ψωμί ψωμάκι. Διεφθαρμένοι πολιτικοί. Σκάνδαλα. Ληστές. Διαρρήκτες. Η βίλα των οργίων. Έρχεται κύμα καύσωνα. Η χώρα σε πύρινο κλοιό. Ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Ποιοι σκότωσαν τον τριανταπεντάχρονο; Που έφτασαν τα spread; Αδίστακτοι τρομοκράτες. Η χώρα στο έλεος του χιονιά. Καίνε την Αθήνα. Κουκουλοφόροι. Που θα φτάσει φέτος το αρνί; Θα πεινάσουμε. Μπαίνουν στα σπίτια μας. Θα πεινάσουμε. Ο Μολώχ της ασφάλτου. Θα πεινάσουμε. Οι Γερμανοί ξανάρχονται. Θα πεινάσουμε.

Πετάχτηκα πάνω τρομαγμένος. «Πρέπει να κλειδώσω», είπα. «Ο εχθρός είναι παντού. Πρέπει να προστατευθούμε».

Ακούμπησες το μάγουλό σου στην τηλεόραση. «Δε χρειάζεται να κλειδώσεις», είπες σχεδόν αφηρημένα χαϊδεύοντας την οθόνη. «Ο εχθρός είναι ένας. Και βρίσκεται κιόλας εδώ».

Βράδυ Κυριακής


Έφτασε ξανά.
Βράδυ Κυριακής.
Βδομάδες διαδέχονται βδομάδες διαδέχονται βδομάδες.
Μήπως κάτι ξέχασα; Κάτι μου ξέφυγε; Μήπως έκανα κάποιο λάθος; Μήπως έκανα κάθε φορά το ίδιο λάθος, κάθε βράδυ Κυριακής;

Με κοίταξες με συμπόνια.
«Ένα μονάχα λάθος», μου εξήγησες. «Υπάρχει μόνο ΕΝΑ βράδυ Κυριακής. Μόνο μια Κυριακή. Έκανες ΕΝΑ λάθος. Ένα λάθος ήταν αρκετό».

Οι Άλλοι


«Και οι άλλοι;» ρώτησες. «Τι κάνουν οι άλλοι;»

«Οργώνουμε», σου απάντησαν. «Σπέρνουμε. Θερίζουμε. Γυρίζουμε τη μυλόπετρα. Μέχρι το επόμενο πρωί. Και πάλι οργώνουμε. Σπέρνουμε. Θερίζουμε. Γυρίζουμε τη μυλόπετρα. Μέχρι το επόμενο πρωί. Και πάλι. Μέχρι το επόμενο πρωί. Μέχρι το πρωί. Μέχρι το τελευταίο πρωί».

Χαμογέλασες ικανοποιημένος.
«Προπαντός, να μην ξεχνάνε τη μυλόπετρα», μου είπες. «Αυτό να τους πεις. Όσο είναι δεμένοι στη μυλόπετρα, δεν έχουν να φοβούνται τίποτε».
Σκέφτηκες για λίγο. «Ούτε κι’ εμείς», συμπλήρωσες. «Ούτε κι’ εμείς έχουμε να φοβόμαστε τίποτε. Όσο είναι δεμένοι στη μυλόπετρα».

23/2/11

"Πλύνε τα δόντια σου", Είπες


«Πλύνε τα δόντια σου», είπες. «Με την καινούργια μας αστραφτερή οδοντόκρεμα, με ενεργό φθόριο και οξείδιο τιτανίου, που θα τα κάνει να γυαλίζουν σαν καθρέφτες.
Λούσε τα μαλλιά σου. Με το υπέροχο σαπούνι με άρωμα αμύγδαλου, φασκόμηλου και άγριας λεβάντας, για να γίνουν πλούσια, πυκνά και στιλπνά.
Άλειψε το κορμί σου, με το νέο συναρπαστικό αφρόλουτρο με βότανα, αγριολούλουδα και σπάνια μεταλλικά άλατα».

«Και η ψυχή μου;» σε ρώτησα. «Τι θα μου δώσεις για να καθαρίσω την ψυχή μου;»

Με κοίταξες απολογητικά. «Δυστυχώς τέτοια προϊόντα δεν έχουμε», μου απάντησες. «Δεν υπάρχει αρκετή ζήτηση».

Το Μοιρολόι


Καμιά φορά, όταν οι ώρες τελειώνουν, ακούω...

Από μακριά ξαπλώνεται, κυλά και τρεμοσβήνει
στην άκρη τ’ ουρανού.
Είν’ η αλήθεια μας καπνός, φωτιά και σκοτοδίνη
στο δαίδαλο του νου;

Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αρνηθείς, ποτέ να μη μου κρύψεις
εκείνο το παιδί
που ζει βαθειά μεσ’ στην καρδιά, και πέρα από τις τύψεις
καθάρια θα με δει.

Αν με προδώσεις θα χαθώ, για πάντα θα γυρίσω
στη μαύρη σκοτεινιά.
Κι’ όταν ακούσεις το λυγμό, να μην κοιτάξεις πίσω,
μον’ άνοιξε πανιά...


Εσωτερική Αναζήτηση


Στην ανέμη τυλιγμένη.
Δώσε κλώτσο να γυρίσει.
Φωτεινό μονοπάτι ξετυλίγεται ανάμεσα στ’ αστέρια.
Είναι αυτό το νόημα της ζωής;
Αναπάντητα ερωτήματα.

Ξαπλωμένος σε χειρουργικό τραπέζι, παλεύω με τον εαυτό μου.
Είμαι εδώ, είμαι αλλού;
Ή, μήπως, είμαι παντού;
Ο χρόνος κυλάει σαν υδράργυρος.
Φευγαλέες σκέψεις με διαπερνούν.
Μια τελευταία: Ζω;

Αλίκη


Επιστροφή στη χώρα των θαυμάτων.
Χάρτινα φτερά στους ώμους.
«Μη φεύγεις, Αλίκη». Ή, μάλλον, όχι. «Μη γυρίσεις. Ποτέ μη γυρίσεις».
Βιώνοντας την αίσθηση της απώλειας.
Μικρές, μεγάλες χαρές.

Το ποτάμι πλαταίνει, πλησιάζοντας στις εκβολές του.
Ο καιρός της επιστροφής, μήπως...;
Ή ίσως, «Όχι, είναι ακόμη ανεπίτρεπτο»...
Προσομοιώνοντας τις στιγμές με... «στάχτες»;

Πολύ φοβάμαι πως η επιστροφή, τελικά, ματαιώνεται.
Το ποτάμι, καθώς λένε, δε γυρίζει πίσω.
... Στερεότυπα;



Αργώ να γείρω


Αργώ να γείρω.
Στις λασπωμένες όχθες.
Εκεί που κουρνιάζουν τ’ αγριοπερίστερα, σαν πέφτει η νύχτα.
Στις μουσκεμένες όχθες.
Ένα άλλο καλοκαίρι.
Το τελευταίο καλοκαίρι, πριν από...
Εκείνο το καλοκαίρι.

Αργώ να γείρω.
Κοιτάζω τη μορφή σου, στο στερέωμα.
Τα όνειρα πέφτουν πάνω μας σαν χρυσή βροχή, μας μουσκεύουν μέχρι το κόκκαλο.
Φιλντισένια πουλιά διαλαλούν το μούχρωμα.
Τρελά πουλιά.
Στον ορίζοντα.
Τα κύματα πλησιάζουν, ορθώνονται μολυβένια.
Μέχρι τα σύννεφα.

Αργώ να γείρω.

Αέναες Αμμουδιές, Ολοένα


Αέναες αμμουδιές.
Αμμουδιές ξεχασμένες.
Η μνήμη του νερού ξεχειλίζει στην άμμο.
Κοιτάζοντας γύρω, ολοένα.
Το τραγούδι της σειρήνας μας θυμίζει τη νύχτα που έρχεται, τη μέρα που έφυγε.
Ολοένα και γλιστρούν, γλιστρούν γύρω μας.
Ολοένα και πάλι, το δίχως άλλο.

Θυμήσου το γιασεμί.
Το γιασεμί  στην άμμο;...
Είναι η αλήθεια του κόσμου, η αλήθεια μας;

Γερμένοι πλάι.
Πλάι στο κύμα.
Ολοένα.
Το δίχως άλλο.

Ο Χορός της Βροχής


Ο χορός της βροχής άρχισε.
Αόρατες φωνές στροβιλίζονται γύρω μας, μπλέκονται στα πόδια μας, συλλαβίζουν τα όνειρά μας.
Ψάχνουμε τη βροχή σε μια άνυδρη έρημο.
Ο ήλιος καυτός, ανυπόταχτος, στολίζει το στερέωμα σαν πύρινος μύθος.
Κι’ εμείς ψάχνουμε τη βροχή στις φλέβες μας. Την ψάχνουμε στις καρδιές μας. Το αίμα που κυλάει μας θυμίζει την αποστολή μας.
Φωνάζουμε δυνατά. Τ’ αστέρια δε μας ακούνε.
Χτυπάμε τα πόδια μας στη γη. Ο ουρανός τρέμει. Τα σύννεφα πάλλονται.
Θα βρέξει;
Θα βρέξει;
Και ξανά: Θα βρέξει;

Γιατί αυτή τη βροχή, τη χρειαζόμαστε...

Καμιά Φορά

Καμιά φορά, όταν οι ώρες τελειώνουν, ακούω το μοιρολόι μιας νεράιδας.

Τελευταία Ευκαιρία


η ώρα μηδέν
το πλήρωμα του χρόνου
ρηχά ειναι, μπείτε

Απόηχος


Όσα χρόνια και να περάσουν
δε θα ξεχάσω ποτέ
τη γεύση από τα δάκρυά σου

Αύριο


Ένα είναι το πρόβλημα με το αύριο.
Μπορεί να μην προφτάσει να γίνει χτες.

Το Νόημα της Ζωής


Σε είχα ρωτήσει «Ποιο είναι το νόημα της ζωής;».
Απάντηση δεν πήρα.
Υπομονετικά περίμενα τρεις χιλιάδες χρόνια, καθισμένος στα σκαλοπάτια σου.
Κι’ όταν κάποια στιγμή, απελπισμένος, αποφάσισα να εκφράσω την – δικαιολογημένη – δυσφορία μου για την υπερβολική καθυστέρηση, χαμογέλασες.
«Μάταια περιμένεις απάντηση», μου εξήγησες. «Έχεις κάνει τη λάθος ερώτηση».



21/2/11

Στην άκρη της σκάλας


Στάθηκε στην άκρη της σκάλας
κοίταξε πίσω
δίστασε
επέστρεψε
έκλεισε την πόρτα
κλείδωσε καλά την πόρτα

και πάλι

Στάθηκε στην άκρη της σκάλας
κοίταξε πίσω
δίστασε
επέστρεψε
έκλεισε την πόρτα
κλείδωσε καλά την πόρτα

ένα βήμα, δύο βήματα

και πάλι

ένα βήμα, δύο βήματα

Ίσως κάποτε τολμήσω ίσως τολμήσω ίσως κάποτε τολμήσω

Στάθηκε στην άκρη της σκάλας
κοίταξε πίσω
δίστασε
επέστρεψε
έκλεισε την πόρτα
κλείδωσε καλά την πόρτα

Μαζί


Σκίζαμε τα κύματα
με φτερωτές, γυάλινες βάρκες
πάνω από την πικρή, πράσινη θάλασσα
πάνω από τα σύνορα της έρημης χώρας

Κι’ ήτανε τέτοια η γαλήνη του πρωινού
που νιώθαμε σαν αυτό να ήταν το τελευταίο ταξίδι
το πιο όμορφο ταξίδι
που κάναμε – ή θα κάναμε – στη ζωή μας

Και ακούμπησα το χέρι μου στο μάγουλό σου
και ένιωσα την ανάσα σου στα μαλλιά μου
και ήταν σαν να σταμάτησε ο χρόνος
και ήταν σαν να μη φύγαμε ποτέ

Μάνα


Μάνα μου με τους δυο σου γιους, τη μια σου θυγατέρα
τι έχεις μανούλα μου γλυκειά, και βαριαναστενάζεις;
Οι γιοι μου εμπαρκάρανε, κι’ η θάλασσα τους τρώει
κι’ η κόρη εξενιτεύτηκε κι’ απόμεινα μονάχη
ωσάν το έρημο δεντρί που οι κλώνοι του λυγίσαν
ωσάν το έρημο δεντρί, το πικραγαπημένο

Μάνα τα δάκρυα σκούπισε, και μη βαριαστενάζεις
μον’ στείλε το αϊτόπουλο να πάει για να τους εύρει
να τους μηνύσει για να ‘ρθούν να σε σφιχταγκαλιάσουν

Και κίνησε τ’ αϊτόπουλο να πάει για να τους εύρει
χώρες και χώρες γύρισε μα πουθενά δεν ήσαν
όλο τον κόσμο ρώτησε μ’ απάντηση δεν πήρε
μόνο ένα έρημο δεντρί με λυγισμένα κλώνια
μόνο ένα έρημο δεντρί απάντηση του δίνει

- Τα παλληκάρια κοίτονται στης θάλασσας τα βάθη
κι’ η κόρη η πεντάμορφη κοιμάται μεσ’ στο μνήμα
- Να μην τ’ ακούσει η μάνα τους, κι’ εράγισε η καρδιά της!
- Να της το πεις της μάνας τους, ν’ αναπαυθεί η ψυχή της
μη μένει πια σαν το δεντρί που οι κλώνοι του λυγίσαν
μη μένει πια σαν το δεντρί το πικραγαπημένο

Η πίκρα του γυρισμού

Ξένος στη χώρα που έζησες
Κι’ όταν κάποτε γύρισες στη χώρα που γεννήθηκες, πάλι ξένος
Τίποτα δεν ήταν όπως το θυμόσουν
Όλα ψεύτικα, χάρτινα, αδειανά

Εκεί, και πάλι πίσω
Σκέφτηκα: καμιά φορά δεν ταξίδεψες πέρα από τα σύννεφα
Μα ποιο το όφελος; Κι’ εκεί ξένος θάσουν

Ίσως η πίκρα
Ίσως να ήταν η πίκρα
Ίσως, πάλι, μόνο, η πίκρα

Γιοχάννεσμπουργκ, 2008


- Ήρθαν να μας πάρουν τις δουλειές
- Χαλάνε την πιάτσα, ρίχνουν τις τιμές
- Είναι βρώμικοι, σιχαμένοι, για δες
- Βάλτε φωτιά, κάψτε τους, έτσι μόνο θ’ απαλλαγούμε από δαύτους

Κι’ εσύ κακούργα ξενιτειά
δε λυπήθηκες
δε θυμήθηκες τάχα δυο χείλη
δυο ματωμένα χείλη
και μια κραυγή

δεν αρνήθηκες
δε φοβήθηκες τάχα δυο μάτια
δυο θλιμμένα μάτια
και ένα βλέμμα

το τελευταίο βλέμμα

Καμαράντ


Ένα μουντό πρωινό κάποιου Δεκέμβρη
όπως όλα τα μουντά πρωινά στον ξένο τόπο που ζήσαμε
σέρναμε τα βαρειά μας βήματα περνώντας την πύλη

κι’ εσύ καμαράντ, καμαράντ
δεν ήξερες να λες γκούτεν μόργκεν
γκούτεν ναχτ
ούτε και γκούτεν άμπεντ

αλλά ξέρεις πώς το γρανάζι γυρίζει
το γρανάζι γυρίζει
γυρίζει για πάντα