17/3/11

Νύχτα στην Πόλη


Η νύχτα πέφτει πάνω από την Πόλη.
Οι σκιές σκεπάζουν τα σοκάκια, σιγά σιγά.
Ένα αδιόρατο άρωμα από ανακατεμένα μπαχαρικά έρχεται κι επικάθεται πάνω μας, σαν αστερόσκονη.
Ακόμα ένα βράδυ περπατώντας στους δρόμους του Φαναριού, μακριά από τη βουή της πλατείας Ταξίμ, ψάχνοντας μια χαμένη υπόσχεση.
Περπατάμε δίπλα στον Κεράτιο, θέλουμε να νιώσουμε τη μυρωδιά της θάλασσας.
Μακριά, ένας σκύλος αλυχτάει.
Το φεγγάρι λάμπει σαν ήλιος στον ουρανό.
Μιναρέδες υψώνονται γύρω μας, άσπροι μέσα στη νύχτα.

Περπατάμε χωρίς σκοπό, χωρίς προορισμό.
Εικόνες, ήχοι και μυρωδιές εισβάλλουν μέσα μας, ταράζουν τη μνήμη μας.
Είναι αυτή η Πόλη που ονειρευόμασταν;
Είναι αυτή η αλήθεια του σύμπαντός μας;
Αναμνήσεις και μνήμες – δυο λέξεις παρόμοιες, μα τόσο διαφορετικές.
Κι’ εμείς να περπατάμε ακόμα, ψάχνοντας ένα ακαθόριστο όνειρο, ένα μαρμαρωμένο βασιλιά.
Μέχρι να τελειώσει αυτή η νύχτα...

Ένας νέος που σκάρωνε λιμερίκια...


Κάθε βράδυ, κάτω απ’ τ’ αρμυρίκια,
σκάρωνε με μανία λιμερίκια.
Αλίμονο: μια μέρα
έπαθε χολέρα
και τώρα ανάποδα κοιτάζει τα ραδίκια.

Λουϊζα


Δεν ήτανε στο μπαρ, δεν ήταν στις καμπίνες
δεν ήταν ούτε στην ακρογιαλιά.
Μου είπαν κάτι φίλοι την είδαν με το Μπίλη
να βγαίνει με μια βάρκα στ’ ανοιχτά.

Της είχα πει πριν φύγω θα γύριζα σε λίγο
και μού’πε θα περίμενε στην πλαζ.
Γυρίζοντας νομίζω την είδα με το Μήτσο
να βγαίνει με την Πόρσε απ’ το γκαράζ.

Χωρίς αμφιβολία, ήταν στην παραλία
κι’ εγώ ο χαζός δεν πρόσεξα καλά.
Νομίζω κατά βάθος πως κάνω κάποιο λάθος
μα λάθη πάντα γίνονται πολλά.

Κι’ όλο ψάχνω λοιπόν τη Λουΐζα
κι’ όλο γυρεύω τη Λουΐζα, παιδιά.
Η καρδιά μου κόπηκε στη ρίζα,
βγήκε από την πρίζα και δε δουλεύει πια.

Δεν ξέρω τι να κάνω, που όσο και να ψάχνω
δε βρίσκω τη Λουΐζα πουθενά.
Πόσο είχα λείψει τάχα; Πέντε λεπτά μονάχα,
μα πρόλαβε και χάθηκε ξανά.

Δεν ξέρω τι παθαίνω, νομίζω πως πεθαίνω
κάθε φορά που φεύγει ξαφνικά.
Μου λένε τελευταία πως πάει με τον Αντρέα
μα εγώ δεν τους πιστεύω φυσικά.

Κι’ όλο φωνάζω Λουΐζα, Λουΐζα
κι’ όλο δε βρίσκω Λουΐζα πουθενά.
Η καρδιά μου κόπηκε στη ρίζα,
βγήκε από την πρίζα και δε δουλεύει πια...

Ποιητικοί Διάλογοι


Να θες τον ύπνο σου αλαφρύ παράλογο δεν είναι
(καημένε Κορατζίνε, σε σκέπασαν αφροί).
Έτσι και τα χρωστούμενα πρέπει να μας τα δίνεις
αντί να τα αφήνεις σε σπίρτων Πετεφρή.
Γιατί πηγάδης η ζωή, πηγάδης μαγγανίτης
μια στου θριάμβου τη βουή και την επαύριο αλήτης.

********************************************

Θνητός κανένας δε μπορεί το μέλλον να προβλέψει
γιατί τον κόσμο κυβερνάει με χέρι στιβαρό
ο Δίας, που τα μελλούμενα με δίκιο τα ορίζει
κι’ ότι είν’ στη ζήση να γενεί το λέει το ριζικό.
Για τούτο πρέπει στη ζωή απλόχερα να δίνεις
μα και στον Κορατζίνο, μα και στον Πετεφρή
γιατί όσα πλούτια κι’ αγαθά στις κάσες κι’ αν συνάξεις
αγέρας είναι, και καπνός, και ίσκιοι αλαφροί.

Το Πεπρωμένο (Ρεμπέτικα για όλους)


Μην περιμένεις ξαφνικά πολύξερος να γίνεις
το πεπρωμένο ειν’ στη ζωή να παίρνεις και να δίνεις.
Όπου να πας κι’ όπου να’ρθείς κι’ όποιο καπνό φουμάρεις
μια θα την έχεις την καρδιά ωσότου να κρεπάρεις.

Δε μας τάπες βρε Μανώλη πως δεν πας στον καφενέ
και τους μάγκες τους σνομπάρεις και το παίζεις κυριλέ.

Σαν το γαϊδούρι στο παχνί και το τραγί στη στάνη
γυρίζεις μεσ’ στις ντισκοτέκ και δεν ακούς Τσιτσάνη.
Τη γειτονιά σου την παλιά ποτέ σου δε θυμάσαι
και τους παλιούς σου βλάμηδες άμα τους δεις λυπάσαι.

Δε μας τάπες βρε Μανώλη πως δεν πας στον καφενέ
και τους μάγκες δε γουστάρεις και το παίζεις κυριλέ.

16/3/11

Νομανσλαντιανή Πλανεύτρα


Το χαμένο ποίημα του Ντοτζ του Ενετού για την παράνομη αγάπη ενός νεαρού Απονέζου και μιας πολυτραγουδισμένης Νομανσλανδιανής - που λίγο αργότερα έγινε και αφορμή για να ξεσπάσει ο 1ος Νομανσλανδιανός πόλεμος...

Σηκώστε τα καναπουτσάρ και ξεκινάμε!
Στην πλώρη εγώ, με τη Μουλίν μου αγκαλιά
θα τη γεμίζω με ινδιάνικα φιλιά
και όπου η Σερίφ θε να μας πάρει εκεί θα πάμε.

Με το Μπαρόκο Μπάρμα πάντα στο τιμόνι
μαζί θα σκίζουμε του Ρόνου τα νερά,
και σου ξηγιέμαι παστρικά και καθαρά,
Μουλίν, ποτέ ξανά δε θα σ’ αφήσω μόνη.

Δεν έχω εγώ τα φράγκα του Μπενεφισιάρη
μα έχω μι’ αντρίκια και λεβέντικη καρδιά,
απ’ τ’ αψηλά τα τείχη Χάντριαν πιο φαρδιά,
του Τριζμεζίστ είμαι το πρώτο παλληκάρι.

Τους Τσαλντεάνους πια δε θέλω να φοβάσαι
ξέρω κι’ εγώ από μαγεία Καλντεέν,
κι’ορκίζομαι: Φλάβιους Ζοζέφ να μη με λεν,
αν σου πειράξουνε μια τρίχα όσο κοιμάσαι.

Έλα να γείρεις στην κουβέρτα της φελούκας,
έστρωσα λόβερκραφτ για σένα μαλακό
και θα σου δώσω, Μουλινάκι μου γλυκό,
καναπουτσάρ που θα το ζήλευε ο Σολούκας.