27/2/11

Το Τέλος του Παιχνιδιού


Έστησα με προσοχή όλα μου τα πιόνια.
Τοποθέτησα το βασιλιά, τη βασίλισσα, τους ευγενείς, τους αυλικούς.
Τους αξιωματικούς, τους υπαξιωματικούς, τους απλούς φαντάρους...
Έβαλα στην κατάλληλη θέση τα κανόνια, τις βόμβες και τις νάρκες.
Στάθηκα και τα κοίταξα: Ήταν όλα όπως ακριβώς θα έπρεπε να είναι.

«Η σειρά σου», είπα. «Τι περιμένεις;»

Με κοίταξες περίεργα. «Ποτέ δε μαθαίνεις από τα λάθη σου», είπες και σηκώθηκες από το τραπέζι θριαμβευτικά.

«Τι θέλεις να πεις;» ρώτησα. «Τι έκανα πάλι λάθος;»

Χαμογέλασες και μου έδειξες ένα χοντρό βιβλίο. «Ξέχασες τους κανόνες του παιχνιδιού», είπες.

Άνοιξα με προσοχή το βιβλίο. Ήταν δερμάτινο, με χρυσά γράμματα, και φάνταζε πελώριο.
Το ξεφύλλισα. Εκατοντάδες σελίδες, όλες λευκές.
Και μόνο στην πρώτη σελίδα, με μεγάλα κόκκινα γράμματα, έγραφε: «ΚΑΝΟΝΑΣ ΠΡΩΤΟΣ: ΕΧΕΙΣ ΧΑΣΕΙ».

Το τελευταίο ταξίδι


Ακούω, σφυρίζεις τρεις φορές, απ’ το λιμάνι βγαίνεις,
μεσ’ στην ομίχλη πρόβαλαν τα φώτα σου θαμπά.
Ανταριασμένη θάλασσα, τη σκίζεις σα δελφίνι,
η πλώρη σου περήφανη τα κύματ’ αψηφά.

Ο καπετάνιος στέκεται ορθός στην τιμονιέρα,
βαστάει το  τσιμπούκι μεσ’ στα δόντια του σφιχτά.
Ολούθε μαύρος ουρανός, ούτ’ ένα αστέρι φέγγει,
ορθώνονται τα κύματα αλλόκοτα θεριά.

Μονάχα το ναυτόπουλο εσφούγγισ’ ένα δάκρυ
σαν χάθηκε απ’ τα μάτια του στερνή φορά η στεριά.
Στο τελευταίο ταξίδι σου κανείς δε σε προσμένει,
ξεθώριασαν τα φώτα σου στη μαύρη σκοτεινιά...

Έχτισες το σπίτι σου...


Έχτισες το σπίτι σου γερό, από πέτρα.
Ήρθαν και σου το γκρέμισαν.

Έχτισες το σπίτι σου πρόχειρα, από λάσπη και κλαριά.
Το γκρέμισαν κι’ αυτό.

Έχτισες το σπίτι σου από ξύλο.
Ήρθαν και το έκαψαν.

Έχτισες σπίτια από τούβλα, από χώμα, από καραβόπανο, από άχυρα.
Μάταιος κόπος. Ότι και να έκανες, έρχονταν πάντα να γκρεμίσουν τα όνειρά σου.

Έμαθες πια.
Τώρα το σπίτι σου είναι χτισμένο μόνο από σάρκα και αίμα.
Κι’ όσες φορές κι’ αν σε διώξουν, το παίρνεις μαζί σου.

Το ξένο χώμα


Έσκαβες το χώμα με δύναμη
το ξένο χώμα, το πικρό, το χέρσο
εκείνο που σου δώσανε, είπαν, σαν «αποζημίωση»

Έσκαβες με δύναμη, για να ξεχάσεις
λες και θα μπορούσες ποτέ να ξεχάσεις
τη γη σου, την ευλογημένη
τον ξεριζωμό
την Αννούλα σου, που δεν είναι πια

λες και θα μπορούσες ποτέ να ξεχάσεις τον τόπο σου...




Θυμάμαι


Ακόμα θυμάμαι. Δυο μαύρα μάτια που καίγανε μέσα στη νύχτα. Πριν ξεσπάσει η άλλη φωτιά. Εκείνη που δεν έλεγε να σβήσει, κι’ όμως τά’σβηνε όλα στο διάβα της.

Δεν έχω ξεχάσει. Τη μυρωδιά του ασβέστη, στην αυλή. Τη μυρωδιά του φρεσκοβαμμένου ασβέστη. Και τους μενεξέδες.
Οι μυρωδιές μας σημαδεύουν, λένε.  Ξυπνάνε εικόνες για πάντα θαμμένες. Βαθιά θαμμένες. Βαθιά, κάτω από τη γη. Σαν τη ζωή μας.

Η μυρωδιά του ασβέστη πάντα με ξυπνάει, πάντα με ζωντανεύει. Κι’ είναι σαν να σβήνει για λίγο από τα ρουθούνια μου εκείνη την άλλη μυρωδιά. Τη μυρωδιά της τελευταίας ανάμνησης, που τα σκέπασε όλα. Τη μυρωδιά του αίματος.

Ο πόλεμος


Ρήγας καρό.
Ντάμα σπαθί.
Άσσος κούπα.
Φάντης μπαστούνι.
Έφτιαξες ένα στρατό από τραπουλόχαρτα και τον έστρεψες προς το μέρος μου.

«Έλα να πολεμήσουμε», είπες.
Κόντεψα να βάλω τα γέλια. «Να πολεμήσουμε;» σε ρώτησα. «Με τραπουλόχαρτα;»
«Δεν έχει σημασία το μέσο», απάντησες, «μόνο το μήνυμα».
«Και ποιο είναι το μήνυμα;»
«Δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον πόλεμο. Γιατί ο πόλεμος γίνεται μέσα μας».

Προκρούστης


Ξαπλώσαμε στο κρεβάτι του Προκρούστη.
«Εγώ ταιριάζω ακριβώς», μου είπες. «Εσύ περισσεύεις».
«Και τι μ’ αυτό;», ρώτησα.
«Μήπως είναι καιρός να κόψουμε κάτι; Κάτι περιττό; Κάτι άχρηστο, ίσως;»
«Δεν έχω κάτι περιττό», απάντησα. «Μόνο τα πόδια και το κεφάλι μου».
«Τα πόδια, πιστεύεις, είναι απαραίτητα;»
«Και βέβαια, για να κινούμαι».
«Και γιατί να κινείσαι; Όλα όσα χρειάζεσαι, βρίσκονται εδώ».
«Δίκιο έχεις, αλλά δεν ξέρω...»
«Σε βλέπω λίγο διστακτικό. Μήπως να κόβαμε το κεφάλι, καλύτερα;»
«Α όχι, όχι! Το κεφάλι το χρειάζομαι για να σκέφτομαι».
Γέλασες. «Μήπως θα ήταν καλύτερα να μη σκέφτεσαι;» ρώτησες. «Αυτή είναι η ρίζα όλων των προβλημάτων σου».
Σε κοίταξα ανήσυχος. «Αλήθεια, ο Προκρούστης που βρίσκεται;» σε ρώτησα για να αλλάξω την κουβέντα.
«Ο Προκρούστης;» είπες. «Σκεφτόταν πολύ. Αλλά μην ανησυχείς. Τώρα πια είναι καλά».

Οι ειδήσεις των εννιά


Άνοιξα την τηλεόραση. Εκφωνητές αλαφιασμένοι ξεχύθηκαν στο σαλόνι μου.

Βία παντού. Τρόμος. Μάνα σκότωσε τα παιδιά της. Γιος σκότωσε τους γονείς του. Εγκληματικότητα. Η οικονομική κρίση. Θα πεινάσουμε. Θα πούμε το ψωμί ψωμάκι. Διεφθαρμένοι πολιτικοί. Σκάνδαλα. Ληστές. Διαρρήκτες. Η βίλα των οργίων. Έρχεται κύμα καύσωνα. Η χώρα σε πύρινο κλοιό. Ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Ποιοι σκότωσαν τον τριανταπεντάχρονο; Που έφτασαν τα spread; Αδίστακτοι τρομοκράτες. Η χώρα στο έλεος του χιονιά. Καίνε την Αθήνα. Κουκουλοφόροι. Που θα φτάσει φέτος το αρνί; Θα πεινάσουμε. Μπαίνουν στα σπίτια μας. Θα πεινάσουμε. Ο Μολώχ της ασφάλτου. Θα πεινάσουμε. Οι Γερμανοί ξανάρχονται. Θα πεινάσουμε.

Πετάχτηκα πάνω τρομαγμένος. «Πρέπει να κλειδώσω», είπα. «Ο εχθρός είναι παντού. Πρέπει να προστατευθούμε».

Ακούμπησες το μάγουλό σου στην τηλεόραση. «Δε χρειάζεται να κλειδώσεις», είπες σχεδόν αφηρημένα χαϊδεύοντας την οθόνη. «Ο εχθρός είναι ένας. Και βρίσκεται κιόλας εδώ».

Βράδυ Κυριακής


Έφτασε ξανά.
Βράδυ Κυριακής.
Βδομάδες διαδέχονται βδομάδες διαδέχονται βδομάδες.
Μήπως κάτι ξέχασα; Κάτι μου ξέφυγε; Μήπως έκανα κάποιο λάθος; Μήπως έκανα κάθε φορά το ίδιο λάθος, κάθε βράδυ Κυριακής;

Με κοίταξες με συμπόνια.
«Ένα μονάχα λάθος», μου εξήγησες. «Υπάρχει μόνο ΕΝΑ βράδυ Κυριακής. Μόνο μια Κυριακή. Έκανες ΕΝΑ λάθος. Ένα λάθος ήταν αρκετό».

Οι Άλλοι


«Και οι άλλοι;» ρώτησες. «Τι κάνουν οι άλλοι;»

«Οργώνουμε», σου απάντησαν. «Σπέρνουμε. Θερίζουμε. Γυρίζουμε τη μυλόπετρα. Μέχρι το επόμενο πρωί. Και πάλι οργώνουμε. Σπέρνουμε. Θερίζουμε. Γυρίζουμε τη μυλόπετρα. Μέχρι το επόμενο πρωί. Και πάλι. Μέχρι το επόμενο πρωί. Μέχρι το πρωί. Μέχρι το τελευταίο πρωί».

Χαμογέλασες ικανοποιημένος.
«Προπαντός, να μην ξεχνάνε τη μυλόπετρα», μου είπες. «Αυτό να τους πεις. Όσο είναι δεμένοι στη μυλόπετρα, δεν έχουν να φοβούνται τίποτε».
Σκέφτηκες για λίγο. «Ούτε κι’ εμείς», συμπλήρωσες. «Ούτε κι’ εμείς έχουμε να φοβόμαστε τίποτε. Όσο είναι δεμένοι στη μυλόπετρα».

23/2/11

"Πλύνε τα δόντια σου", Είπες


«Πλύνε τα δόντια σου», είπες. «Με την καινούργια μας αστραφτερή οδοντόκρεμα, με ενεργό φθόριο και οξείδιο τιτανίου, που θα τα κάνει να γυαλίζουν σαν καθρέφτες.
Λούσε τα μαλλιά σου. Με το υπέροχο σαπούνι με άρωμα αμύγδαλου, φασκόμηλου και άγριας λεβάντας, για να γίνουν πλούσια, πυκνά και στιλπνά.
Άλειψε το κορμί σου, με το νέο συναρπαστικό αφρόλουτρο με βότανα, αγριολούλουδα και σπάνια μεταλλικά άλατα».

«Και η ψυχή μου;» σε ρώτησα. «Τι θα μου δώσεις για να καθαρίσω την ψυχή μου;»

Με κοίταξες απολογητικά. «Δυστυχώς τέτοια προϊόντα δεν έχουμε», μου απάντησες. «Δεν υπάρχει αρκετή ζήτηση».

Το Μοιρολόι


Καμιά φορά, όταν οι ώρες τελειώνουν, ακούω...

Από μακριά ξαπλώνεται, κυλά και τρεμοσβήνει
στην άκρη τ’ ουρανού.
Είν’ η αλήθεια μας καπνός, φωτιά και σκοτοδίνη
στο δαίδαλο του νου;

Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αρνηθείς, ποτέ να μη μου κρύψεις
εκείνο το παιδί
που ζει βαθειά μεσ’ στην καρδιά, και πέρα από τις τύψεις
καθάρια θα με δει.

Αν με προδώσεις θα χαθώ, για πάντα θα γυρίσω
στη μαύρη σκοτεινιά.
Κι’ όταν ακούσεις το λυγμό, να μην κοιτάξεις πίσω,
μον’ άνοιξε πανιά...


Εσωτερική Αναζήτηση


Στην ανέμη τυλιγμένη.
Δώσε κλώτσο να γυρίσει.
Φωτεινό μονοπάτι ξετυλίγεται ανάμεσα στ’ αστέρια.
Είναι αυτό το νόημα της ζωής;
Αναπάντητα ερωτήματα.

Ξαπλωμένος σε χειρουργικό τραπέζι, παλεύω με τον εαυτό μου.
Είμαι εδώ, είμαι αλλού;
Ή, μήπως, είμαι παντού;
Ο χρόνος κυλάει σαν υδράργυρος.
Φευγαλέες σκέψεις με διαπερνούν.
Μια τελευταία: Ζω;

Αλίκη


Επιστροφή στη χώρα των θαυμάτων.
Χάρτινα φτερά στους ώμους.
«Μη φεύγεις, Αλίκη». Ή, μάλλον, όχι. «Μη γυρίσεις. Ποτέ μη γυρίσεις».
Βιώνοντας την αίσθηση της απώλειας.
Μικρές, μεγάλες χαρές.

Το ποτάμι πλαταίνει, πλησιάζοντας στις εκβολές του.
Ο καιρός της επιστροφής, μήπως...;
Ή ίσως, «Όχι, είναι ακόμη ανεπίτρεπτο»...
Προσομοιώνοντας τις στιγμές με... «στάχτες»;

Πολύ φοβάμαι πως η επιστροφή, τελικά, ματαιώνεται.
Το ποτάμι, καθώς λένε, δε γυρίζει πίσω.
... Στερεότυπα;



Αργώ να γείρω


Αργώ να γείρω.
Στις λασπωμένες όχθες.
Εκεί που κουρνιάζουν τ’ αγριοπερίστερα, σαν πέφτει η νύχτα.
Στις μουσκεμένες όχθες.
Ένα άλλο καλοκαίρι.
Το τελευταίο καλοκαίρι, πριν από...
Εκείνο το καλοκαίρι.

Αργώ να γείρω.
Κοιτάζω τη μορφή σου, στο στερέωμα.
Τα όνειρα πέφτουν πάνω μας σαν χρυσή βροχή, μας μουσκεύουν μέχρι το κόκκαλο.
Φιλντισένια πουλιά διαλαλούν το μούχρωμα.
Τρελά πουλιά.
Στον ορίζοντα.
Τα κύματα πλησιάζουν, ορθώνονται μολυβένια.
Μέχρι τα σύννεφα.

Αργώ να γείρω.

Αέναες Αμμουδιές, Ολοένα


Αέναες αμμουδιές.
Αμμουδιές ξεχασμένες.
Η μνήμη του νερού ξεχειλίζει στην άμμο.
Κοιτάζοντας γύρω, ολοένα.
Το τραγούδι της σειρήνας μας θυμίζει τη νύχτα που έρχεται, τη μέρα που έφυγε.
Ολοένα και γλιστρούν, γλιστρούν γύρω μας.
Ολοένα και πάλι, το δίχως άλλο.

Θυμήσου το γιασεμί.
Το γιασεμί  στην άμμο;...
Είναι η αλήθεια του κόσμου, η αλήθεια μας;

Γερμένοι πλάι.
Πλάι στο κύμα.
Ολοένα.
Το δίχως άλλο.

Ο Χορός της Βροχής


Ο χορός της βροχής άρχισε.
Αόρατες φωνές στροβιλίζονται γύρω μας, μπλέκονται στα πόδια μας, συλλαβίζουν τα όνειρά μας.
Ψάχνουμε τη βροχή σε μια άνυδρη έρημο.
Ο ήλιος καυτός, ανυπόταχτος, στολίζει το στερέωμα σαν πύρινος μύθος.
Κι’ εμείς ψάχνουμε τη βροχή στις φλέβες μας. Την ψάχνουμε στις καρδιές μας. Το αίμα που κυλάει μας θυμίζει την αποστολή μας.
Φωνάζουμε δυνατά. Τ’ αστέρια δε μας ακούνε.
Χτυπάμε τα πόδια μας στη γη. Ο ουρανός τρέμει. Τα σύννεφα πάλλονται.
Θα βρέξει;
Θα βρέξει;
Και ξανά: Θα βρέξει;

Γιατί αυτή τη βροχή, τη χρειαζόμαστε...

Καμιά Φορά

Καμιά φορά, όταν οι ώρες τελειώνουν, ακούω το μοιρολόι μιας νεράιδας.

Τελευταία Ευκαιρία


η ώρα μηδέν
το πλήρωμα του χρόνου
ρηχά ειναι, μπείτε

Απόηχος


Όσα χρόνια και να περάσουν
δε θα ξεχάσω ποτέ
τη γεύση από τα δάκρυά σου

Αύριο


Ένα είναι το πρόβλημα με το αύριο.
Μπορεί να μην προφτάσει να γίνει χτες.

Το Νόημα της Ζωής


Σε είχα ρωτήσει «Ποιο είναι το νόημα της ζωής;».
Απάντηση δεν πήρα.
Υπομονετικά περίμενα τρεις χιλιάδες χρόνια, καθισμένος στα σκαλοπάτια σου.
Κι’ όταν κάποια στιγμή, απελπισμένος, αποφάσισα να εκφράσω την – δικαιολογημένη – δυσφορία μου για την υπερβολική καθυστέρηση, χαμογέλασες.
«Μάταια περιμένεις απάντηση», μου εξήγησες. «Έχεις κάνει τη λάθος ερώτηση».



21/2/11

Στην άκρη της σκάλας


Στάθηκε στην άκρη της σκάλας
κοίταξε πίσω
δίστασε
επέστρεψε
έκλεισε την πόρτα
κλείδωσε καλά την πόρτα

και πάλι

Στάθηκε στην άκρη της σκάλας
κοίταξε πίσω
δίστασε
επέστρεψε
έκλεισε την πόρτα
κλείδωσε καλά την πόρτα

ένα βήμα, δύο βήματα

και πάλι

ένα βήμα, δύο βήματα

Ίσως κάποτε τολμήσω ίσως τολμήσω ίσως κάποτε τολμήσω

Στάθηκε στην άκρη της σκάλας
κοίταξε πίσω
δίστασε
επέστρεψε
έκλεισε την πόρτα
κλείδωσε καλά την πόρτα

Μαζί


Σκίζαμε τα κύματα
με φτερωτές, γυάλινες βάρκες
πάνω από την πικρή, πράσινη θάλασσα
πάνω από τα σύνορα της έρημης χώρας

Κι’ ήτανε τέτοια η γαλήνη του πρωινού
που νιώθαμε σαν αυτό να ήταν το τελευταίο ταξίδι
το πιο όμορφο ταξίδι
που κάναμε – ή θα κάναμε – στη ζωή μας

Και ακούμπησα το χέρι μου στο μάγουλό σου
και ένιωσα την ανάσα σου στα μαλλιά μου
και ήταν σαν να σταμάτησε ο χρόνος
και ήταν σαν να μη φύγαμε ποτέ

Μάνα


Μάνα μου με τους δυο σου γιους, τη μια σου θυγατέρα
τι έχεις μανούλα μου γλυκειά, και βαριαναστενάζεις;
Οι γιοι μου εμπαρκάρανε, κι’ η θάλασσα τους τρώει
κι’ η κόρη εξενιτεύτηκε κι’ απόμεινα μονάχη
ωσάν το έρημο δεντρί που οι κλώνοι του λυγίσαν
ωσάν το έρημο δεντρί, το πικραγαπημένο

Μάνα τα δάκρυα σκούπισε, και μη βαριαστενάζεις
μον’ στείλε το αϊτόπουλο να πάει για να τους εύρει
να τους μηνύσει για να ‘ρθούν να σε σφιχταγκαλιάσουν

Και κίνησε τ’ αϊτόπουλο να πάει για να τους εύρει
χώρες και χώρες γύρισε μα πουθενά δεν ήσαν
όλο τον κόσμο ρώτησε μ’ απάντηση δεν πήρε
μόνο ένα έρημο δεντρί με λυγισμένα κλώνια
μόνο ένα έρημο δεντρί απάντηση του δίνει

- Τα παλληκάρια κοίτονται στης θάλασσας τα βάθη
κι’ η κόρη η πεντάμορφη κοιμάται μεσ’ στο μνήμα
- Να μην τ’ ακούσει η μάνα τους, κι’ εράγισε η καρδιά της!
- Να της το πεις της μάνας τους, ν’ αναπαυθεί η ψυχή της
μη μένει πια σαν το δεντρί που οι κλώνοι του λυγίσαν
μη μένει πια σαν το δεντρί το πικραγαπημένο

Η πίκρα του γυρισμού

Ξένος στη χώρα που έζησες
Κι’ όταν κάποτε γύρισες στη χώρα που γεννήθηκες, πάλι ξένος
Τίποτα δεν ήταν όπως το θυμόσουν
Όλα ψεύτικα, χάρτινα, αδειανά

Εκεί, και πάλι πίσω
Σκέφτηκα: καμιά φορά δεν ταξίδεψες πέρα από τα σύννεφα
Μα ποιο το όφελος; Κι’ εκεί ξένος θάσουν

Ίσως η πίκρα
Ίσως να ήταν η πίκρα
Ίσως, πάλι, μόνο, η πίκρα

Γιοχάννεσμπουργκ, 2008


- Ήρθαν να μας πάρουν τις δουλειές
- Χαλάνε την πιάτσα, ρίχνουν τις τιμές
- Είναι βρώμικοι, σιχαμένοι, για δες
- Βάλτε φωτιά, κάψτε τους, έτσι μόνο θ’ απαλλαγούμε από δαύτους

Κι’ εσύ κακούργα ξενιτειά
δε λυπήθηκες
δε θυμήθηκες τάχα δυο χείλη
δυο ματωμένα χείλη
και μια κραυγή

δεν αρνήθηκες
δε φοβήθηκες τάχα δυο μάτια
δυο θλιμμένα μάτια
και ένα βλέμμα

το τελευταίο βλέμμα

Καμαράντ


Ένα μουντό πρωινό κάποιου Δεκέμβρη
όπως όλα τα μουντά πρωινά στον ξένο τόπο που ζήσαμε
σέρναμε τα βαρειά μας βήματα περνώντας την πύλη

κι’ εσύ καμαράντ, καμαράντ
δεν ήξερες να λες γκούτεν μόργκεν
γκούτεν ναχτ
ούτε και γκούτεν άμπεντ

αλλά ξέρεις πώς το γρανάζι γυρίζει
το γρανάζι γυρίζει
γυρίζει για πάντα

Ούτε μια στιγμή


Δώδεκα ώρες στην καρότσα του φορτηγού, χωρίς νερό, μέσα στο λιοπύρι
Δώδεκα μέρες περπατώντας στα χιόνια, διασχίζοντας τις απάτητες βουνοκορφές
Δώδεκα μήνες σε ένα ανήλιαγο υπόγειο, μέχρι να πάρεις πίσω τα χαρτιά σου
Δώδεκα χρόνια χωρίς να δεις τη μάνα σου

Και ούτε μια στιγμή
ούτε μια στιγμή δεν έπαψες να σκέφτεσαι τη χώρα σου

Οσμάν, Σβετλάνα, Σαντζάυ, Λιούμπα, Ιμπραήμ, Οξάννα, Ρούμπυ

Το τρένο


Το τρένο πάλι σφυρίζει
ίσως αύριο το πάρω αυτό το τρένο
ίσως αύριο έχω μαζέψει αρκετά
τα παιδιά περιμένουν στην πατρίδα
η μητέρα περιμένει, η γριά μητέρα

Ίσως πάλι, όχι
Ίσως δεν πάρω ποτέ το τρένο
Ίσως περιμένω για πάντα στο σταθμό

Η μνήμη του νερού


Πλήρωσες όλα σου τα λεφτά για να φύγεις
Στριμωγμένος μέσα στο αμπάρι, εικοσιπέντε νομάτοι, σαν τα ζώα
χωρίς ένα κομμάτι ψωμί, μια γουλιά νερό

Τυχερός μέσα στην ατυχία σου
Δεν πρόλαβες να γνωρίσεις την ξενιτειά
Βυθίστηκες έξη μίλια από τη Σάμο

20/2/11

Ο Ξένος (Θυμήσου Τα κρίνα)


Μια παλιά γέφυρα
το ποτήρι ραγίζει
ψάχνοντας μια διέξοδο

αλλά κοίτα τα κρίνα, κοίτα τα κρίνα

το φεγγάρι μόνο μας βλέπει
- χλωμό, ψυχρό φεγγάρι -
να κόβουμε τις φλέβες μας

Κωσταντίνα


Ο μπαμπάς είναι μπατίρης, η μαμά είναι φακίρης
και η κόρη η Κωσταντίνα είναι μόνη στην κουζίνα.

Κωσταντίνα, Κωσταντίνα
η καρδιά μου είναι άδεια σαν κεφάλι υπουργού
η ζωή μου, Κωσταντίνα
έχει μείνει κρεμασμένη από ράμφος πελαργού.
Ο λαός στα πανηγύρια κάνει τούμπες
κι’ οι πολιτικοί του τραγουδάνε αρλούμπες
όλα δουλεύουν συστηματικά
όλα δουλεύουν συναισθηματικά.

Και σ’ αγαπάω, πάντα σ’ αγαπάω
πέφτω στα πόδια σου όταν παραπατάω
και σ’ αγαπούσα, πάντα σ’ αγαπούσα
θέλω να σου φιλήσω την πατούσα.

Ο μπαμπάς είναι κοθώνι, η μαμά παίζει τρομπόνι
και η κόρη η Κωσταντίνα τραγουδάει σαν σειρήνα.

Κωσταντίνα, Κωσταντίνα
η καρδιά μου είναι άδεια σαν κεφάλι υπουργού
η ζωή μου, Κωσταντίνα
είναι ακόμα κρεμασμένη από ράμφος πελαργού.
Ο λαός ποτέ δεν κάνει διαδηλώσεις
οι υπάλληλοι πληρώνονται με δόσεις
όλα δουλεύουν συστηματικά
όλα δουλεύουν συναισθηματικά.

Και σ’ αγαπάω, ναι, σ’ αγαπάω
όλη τη μέρα θάθελα να σε κοιτάω
και σ’ αγαπούσα, ναι, σ’ αγαπούσα
πόσο μ’ αρέσει να σου γλείφω την πατούσα.

(Άγγελος και Γύφτος Αστέρια του) Καζατσόκ


Ο γέρο-Δήμος πέθανε, ο γέρο-Δήμος πάει,
δε θα ξαναπεινάσει πια και δε θα ξαναφάει.

Δήμο πρόσεχε
έρχονται οι καλόγεροι
που κρατούν χρυσό μπρελόκ
και χορεύουν καζατσόκ.

Μπρούμυτα στο κιβούρι του ξαπλώνει και κοιμάται
παρακαλώ σας κύματα μη μου τον εξυπνάτε.

Δήμο τράβα μπρος
ο παπάς είναι χοντρός
κάνε του ηλεκτροσόκ
να χορέψει καζατσόκ.

Από την πόλη έρχομαι και τα σκυλιά δεμένα
κι’ ο παπαγάλος λιάζεται με τη χρυσή καδένα.

Δήμο ξύπνα πια
έρχονται οι φίλοι σου
που ψηφίσανε ΠΑΣΟΚ
και χορεύουν καζατσόκ.

Αντικειμενικά Κριτήρια


Θέλεις, μα δεν ξέρεις που πηγαίνεις
κι’ άλλωστε τα πάντα είναι ακριβά
θυμάσαι αλλά δεν καταλαβαίνεις
κι’ ύστερα δε σε παίρνει τελικά.

Θα το ξεπεράσεις, μη φοβάσαι
κι’ άλλοι το ξεπέρασαν πολλοί
πίστευε τις νύχτες που κοιμάσαι
πως έχεις φρύδια σαν του Καραμανλή.

Δεν υπάρχει άλλη αιτία
κοιμούνται τα φαντάσματα βαρειά
μα ροχαλίζουνε στη θεία λειτουργία
και πρέπει κάποιος να τους σφίξει τα λουριά.

Εκείνη να σου λέει πως είναι άνοιξη
κι’ εσύ να την κοιτάζεις με κατάνυξη
κι’ η ιστορία μοιάζει σαν το σαλιγκάρι
που τρέχει γρήγορα και δύσκολα φρενάρει
και παραθείο
για το θείο Περικλή.

Η μπαλάντα του Αλή Πασά (Ξαφνικά...)

Όχι, σου το είπα εκατό φορές
δεν υπάρχει λύση έξω από την πόρτα
πια...

Πες στον ανθρωπάκο με το κόκκινο κασκόλ
να σου δώσει τα κλειδιά του τα χρυσά
να κοιτάξεις την αλήθεια με διπλά γυαλιά
και να δώσεις τη δραχμή σου στον ανάπηρο
που τυλίγεται στη γούνα του την κίτρινη
και κλωτσάει τη μπάλλα πίσω την ασπρόμαυρη
που’ ρχεται στα μούτρα του Αλή Πασά

που φωνάζει
το βεζύρη του
και το γέρο
το φακίρη του
και καρφώνουν την παράγκα του πασατεμπά
πού’ναι πίσω απ’ την καλύβα του μπαρμπα-Θωμά
και ο γέρος
μερακλώθηκε
κι’ άρχισε να τραγουδάει τρα-λα-λα
κι’ ο απέναντι του κλείνει το παράθυρο
γιατί δε μπορεί να κοιμηθεί απ’ το θόρυβο
και ξαπλώνει το στρώμα του κατάχαμα
και βλέπει εφιάλτες μεσ’ στον ύπνο του
ξαφνικά...

Ειρήνη, μια μέρα...


Αστράφτει και βροντάει ο Πυλαγόρας.
Καμαρωτός στο βήμα, με τα χέρια υψωμένα, παρακινεί το Συμβούλιο να δει το φως της λογικής μεσ’ στο σκοτάδι.
«Αδέρφια μου, δεν έχετε χορτάσει πια από πόλεμο;
Τι κι’ αν κάποιοι δυστυχισμένοι προσπαθούνε να βγάλουν λίγους οβολούς από τους επισκέπτες του Μαντείου;
Μπροστά στα τόσα που ξοδεύουν για τον χρησμό, τι αξία έχει μια χούφτα νομίσματα για ένα φτωχικό γεύμα σε κάποιο πανδοχείο, ή μια σκέπη πάνω από το κεφάλι τους τη νύχτα;
Ειρήνη, αδέρφια μου, αυτό μοναχά σκεφτείτε!
Τάχα, δεν έχει χυθεί αρκετό αίμα;»

Του κάκου, φαίνεται στα μάτια τους, πως τον κοιτάνε οι άλλοι Πυλαγόρες.
Κι’ όταν οι Ιερομνήμονες ψηφίζουν, αυτά που τους έχουν προστάξει οι άρχοντές τους, πάντα με τη σκέψη τους στο κέρδος...
Ακόμα ένας πόλεμος, Ιερό τον ονομάζουν.
«Γκρεμίσετε συθέμελα την Κρίσσα και την Κίρρα!
Να μην αφήσετε όρθια πέτρα πάνω σε πέτρα!
Άντρες, γυναίκες και παιδιά, πουλήστε τους σαν δούλους!»
Δακρύζει ο Πυλαγόρας. Νιώθει το βάρος των χρόνων του σαν ένα βουνό, να τον λυγίζει, να τον λιώνει πάνω στο χώμα.
Πενήντα χρόνια, δεν έζησε ποτέ του την ειρήνη. Τόσα όνειρα, τόσες υποσχέσεις...
Αλλά την πίστη του στον άνθρωπο δε χάνει. Βουβός, τσακισμένος, καταφέρνει και σηκώνει το κεφάλι. Έχασε μια μάχη, αλλά όχι ακόμα την ελπίδα.
Ίσως αυτός ο πόλεμος νά ’ναι ο τελευταίος...

Ο Αυτοκράτορας της Σκόνης


Τις κρύες νύχτες του χειμώνα
κάτω απ' το φως των αστεριών
βλέπω το μάτι του κυκλώνα
μέσα στη φλόγα των κεριών
            Μάτια που καίνε σαν καμίνι,
            η φλόγα που ποτέ δε σβήνει

Κι' από ψηλά θα μας κοιτάζει
το βλέμμα σου το φωτεινό
το ίδιο πάντα το τραγούδι
θα τραγουδάμε στο κενό
            Μη με τυφλώνεις
            οδήγησέ με
            στον Αυτοκράτορα της Σκόνης

Τις άδειες νύχτες του χειμώνα
με τη σιωπή των δικαστών
ακολουθώ τη λεγεώνα
των ξεχασμένων ποιητών
            Ρίχνω τα μάτια στη Σελήνη
            Το βλέμμα σου ποτέ δε σβήνει

Κι´από ψηλά θα μας φωτίζει
το βλέμμα σου το μακρυνό
σαν αρμενίζουμε ταξίδι
στον άδειο σου ωκεανό
            Μη με τυφλώνεις
            οδήγησέ με
            στον Αυτοκράτορα της Σκόνης

Τις μαύρες νύχτες του χειμώνα
σε κάποιον άλλο αστερισμό
έναν ολόκληρο αιώνα
που χάθηκες μεσ' στο χαμό
            Αναζητώ στην οικουμένη
            το βλέμμα που δεν περιμένει

Κι' από ψηλά σαν μ' ατενίζει
το βλέμμα σου το σκοτεινό
το μόνο που με βασανίζει
είναι που πια δε θα πονώ
            Μη με λυτρώνεις
            οδήγησέ με
            στον Αυτοκράτορα της Σκόνης

Το Τραγούδι του Ανέμου


Το νησί είχες αφήσει στον καιρό του πολέμου
λησμονιά προσπαθούσες να βρεις, μα του κάκου
πάντα σ’ έφερνε πίσω το τραγούδι του ανέμου
να μιλήσεις φοβόσουν – τώρα σώπα και άκου!
Δες: τα σύννεφα παίρνουν ξανά τη μορφή σου
όσα νόμιζες πια πεθαμένα θυμήσου!

Το μυαλό σου γυρίζει στο σβησμένο καντήλι
και μια κόρη θλιμμένη που κούναε μαντήλι
Τάχα ποιος να προσμένει τώρα πια στο νησί σου;
Ένας τύμβος μονάχος που κοιμάται η αδερφή σου
και ο άνεμος που όλο γυρίζει και κλαίει,
στα χαλάσματα πάνου το τραγούδι σου λέει…

Η πομπή προχωράει με τραγούδια θανάτου
τη Λητώ μη θρηνήσεις που για πάντα εχάθη
μ’ αν ο ήλιος κατέβει στης αρμύρας τα βάθη
στο νησί των ανέμων, όλα πάλι δικά του.
Δε θα στέκουμε άλλο με σκυμμένο κεφάλι
το νησί θα φωτίζεις με τη λάμψη σου πάλι!

Αναζητώντας ένα όνειρο


Στριμωγμένοι στο παλιό λεωφορείο, αγκομαχώντας να διαβούμε την ασφάλτινη κόλαση
Τσιμέντο πάνω σε τσιμέντο, όγκοι ατελείωτοι
Σωροί σκουπιδιών κάτω από τον καυτό ήλιο

Και σε ρώτησα:
Πως αντέχουμε να ζούμε σ’ αυτό τον εφιάλτη;
Και σε ρώτησα:
Μήπως πρέπει να κάνουμε μια καινούργια αρχή;

Και μου είπες:
Κοιτάζω τα παιδιά που πεινάνε. Πως μπορείς να μου μιλάς για διαμαντόπετρες;
Και μου είπες:
Όταν έρχονται να σου κόψουν το δάχτυλο, δεν έχεις ανάγκη πια τα δαχτυλίδια

Κι’ ύστερα, ήρθε το βράδυ...
Νιώθοντας το άγγιγμα της αύρας, την ώρα του δειλινού
Μυρίζοντας την ευωδιά της άνοιξης
Περπατώντας μαγεμένος μέσα σε ένα πολύχρωμο κόσμο
Κάθε στιγμή, μια γιορτή
Κάθε ανάσα, η μυρωδιά του γιασεμιού
Η πόλη που ποτέ δεν κοιμάται
Η νύχτα που ονειρεύτηκες

Και σκέφτηκα:
Μήπως αυτό είναι που περίμενα πάντα;
Ψάχνοντας το άγγιγμά σου, Αθήνα
Αναζητώντας το άρωμά σου
Αν μπορώ να ζήσω μέσα στο όνειρο, πρέπει - αλήθεια - να ξυπνήσω;

Και μετά, ξύπνησα.

Μόνο μια στιγμή


Δεν έχουμε τίποτα, τίποτα, μόνο μια στιγμή
στα γρανάζια ανάμεσα της νύχτας και της μέρας
δεν έχουμε τίποτα, κι’ αυτή η μονάχη στιγμή
πριν ξεκινήσει χάνεται, σαν ίσκιος, σαν αγέρας

Μισόκλεισες τα μάτια σου σαν κάτι να σκεφτόσουν
ίσως για σε και κείνονε, μπορεί για μας τους δυο
στεκόμουν και σε κοίταζα, τη νύχτα όπως κοιμόσουν
να κλείσω την εικόνα σου σφιχτά μεσ’ στο μυαλό

Πόσα ωραία όνειρα, για σένα και για μένα
γραφτήκανε στην άμμο και τα σβήνει το νερό
με τα σκισμένα μας πανιά, κατάρτια τσακισμένα
στο πέλαγο ανοιχτήκαμε με κόντρα τον καιρό

Δεν έχουμε τίποτα, μόνο μια στιγμή...

16/2/11

Στον Κόσμο Των Άστρων

Σήκωνες το κεφάλι και κοίταγες την αστροσκέπαστη νύχτα
μεταξένια μαγική νύχτα, στολισμένη με μυριάδες λαμπυρισμούς
πυγολαμπίδες του ουρανού, στολίδια στο στερέωμα, μάτια του αιθέρα, κουκίδες μέσα στο σκοτάδι
και φώναζες: «ουράνια σκόνη, ουράνια λιβάδια, ουράνια πλάσματα, κάποια μέρα, κάποια μέρα κι’ εγώ θα σας συναντήσω

στον κόσμο των άστρων δεν υπάρχει σκοτάδι
οι σκιές καθρεφτίζονται μέσα στην κοσμική φλόγα
ένα μαγικό κάτοπτρο – συνειδησιακό τηλεσκόπιο – φωτεινό μονοπάτι – θα με φέρει κοντά σας»

όταν κάποια μέρα κατάλαβες ότι τα αστέρια σε κοιτάζουν
ανοίγουν τρύπες μέσα στη μνήμη σου
αστερόσκονη σε σκεπάζει σαν αόρατος μανδύας

ήθελα να φωνάξω «μείνε εδώ, σε θέλω, σε χρειάζομαι, τα αστέρια δεν σε χρειάζονται, τα αστέρια δεν σε χρειάζονται όπως εγώ!» αλλά δεν τόλμησα, όχι δεν τόλμησα

τώρα ταξιδεύεις πέρα από τη νύχτα
πέρα από τις αναμνήσεις
πέρα από τα όνειρα

πέρα από τα σύνορα
πέρα από τα τελευταία σύνορα
προσπαθείς να κατακτήσεις τον κόσμο των άστρων

ένα τόσο μακρινό ταξίδι
και εγώ εδώ να περιμένω, ποιος ξέρει τι...

Κάτω Από Τη Γέφυρα

Ξαπλωμένοι στην άμμο, πλάι στο ποτάμι
Κάτω από τη γέφυρα
Τότε που έγινες γυναίκα




Η φεγγαρόλουστη νύχτα σου έκαιγε τα χείλη
Μακριά, ένας σκύλος αλυχτούσε

Το φεγγάρι λάμπει σαν ήλιος στον ουρανό
Κάτι περπατάει μέσα στις καλαμιές

     ναι, η νύχτα μας αγγίζει
     ναι, το ποτάμι μας ενώνει

Το φεγγάρι ψιθυρίζει:
«Δεν υπάρχει τέλος και αρχή
Όλα είναι ένας κύκλος
Όλα είναι μια γέφυρα
Μια γέφυρα ανάμεσα στον ουρανό και στη γη
Μια γέφυρα ανάμεσα στη νύχτα και τη μέρα
Μια γέφυρα ανάμεσά μας»


Μέχρι να τελειώσει η νύχτα...

Το Φυτικόν Βασίλειον

Άπνους
κατακλίνεσαι πένθιμος μέσα στους θάμνους
άρκτους
ονειρεύεσαι άγρυπνος κάτω απ’ τους κάκτους.

Στην πληγωμένη μοναξιά των ελαιώνων
και στην απέραντη σιωπή των ορυζώνων
σκέπτεσαι μόνον

Απλανείς και πλάνητες, αειθαλείς και φυλλοβόλους
να τους έκαιγες όλους

και μέσα στα μαρμάρινα τα εκμαγεία να περιελίσσεσαι.

Εις Τον Αντώνιον Τον Φρύγα

Μακάριος ατενίζεις τους επικριτάς σου
την χλαμύδαν την χρυσοποίκιλτον περιβεβλημένος.
Το βλέμμα απλανές, αι παρειαί υπέρυθροι
με κείνο το υπέρυθρον των ρόδων του Μαϊου.

Γαλήνιος ως ήσο όταν έζης
ως ήσυχος με την συνείδησίν σου,
ω των ανθρώπων αθλιώτατε.

Αποχαιρετισμός

Γιρλάντας γιορτινάς σε περιέβαλον
και στεφάνους ρόδων μυροβόλων:
μα τας περικοκλάδας κοιτών εμελαγχόλησα.
Δύσθυμος ατενίζω το μνημείον.
Θα προτιμούσα να σε ενθυμούμαι σπανιώτερον.

Στην Έρημη Φτέρη Γελούσες

Στην έρημη φτέρη
γελούσες, Λευτέρη

Να Ζεις (Η1Ν1)

Ο τυφλός τρόμος
υποχωρεί
μπροστά στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης.

Η κυρία με τη μάσκα
την έβγαλε για να φάει...

Στους Τροπικούς

Ήχος της βροχής
Κάτω από τα φύλλα
Μπανανόφυλλα

Καρύδες πέφτουν
Φοβού τις μαϊμούδες
Δώρα φέρουσες