23/1/11

Εις το όρος Αραράτ εκάθησα...

Κάτω απ’ την πέτρα δε μπορούσα να σε θυμηθώ
πάνω απ’ την πέτρα μαγεμένος σε αντίκρυσα
μέσα στην πέτρα ήταν το βλέμμα μου θολό
έξω απ’ την πέτρα ήπια και ξεδίψασα.
Η πέτρα σ’ έφαγε, η πέτρα σε τυλίγει
μικρέ, καημένε, κοντοπίθαρε Γεδεών.

Μονάχους, Μονάχους

Στων Ψαρών τους ολόμαυρους βράχους
περπατώντας η φώκια Μονάχους
μονάχους

Μόνος (Στην Πόλη Που Ποτέ Δεν Κοιμάται)

Φωνάζεις
μα η φωνή σου δεν ακούγεται
Ψάχνεις στον καθρέφτη
ένα πρόσωπο που να σου μοιάζει

Κλειστά μάτια, κλειστές φτερούγες, κλειστά παράθυρα, κλειστός ουρανός
Η πόλη που ποτέ δεν κοιμάται

Φωνάζεις, πάλι
μα η φωνή σου δεν ακούγεται
Ψάχνεις στον καθρέφτη
ένα πρόσωπο που να σου μοιάζει

Χορεύοντας στην Άκρη του Χάους

Διαδρομές πάνω στο χάρτη.
Διαδρομές μέσα στο χρόνο.
Αναζητώντας αυτούς που έφυγαν.
Αναζητώντας αυτούς που χάθηκαν.
Αναζητώντας τα χαμένα χρόνια.
Τίποτα δε χάνεται για πάντα.
Χάνεται για πάντα…

Είμαστε σκιές στο σκοτάδι.
Ίσως γι’ αυτό φοβόμαστε το φως...

Σε σκεφτόμουν συχνά

Σε σκεφτόμουν συχνά,
ακούγοντας τα πουλιά που κελαηδούσαν χαιρετώντας την άνοιξη

Σε σκεφτόμουν συχνά,
καθώς το ηλιοβασίλεμα έβαφε το ποτάμι που αργοκυλούσε κατακόκκινο

Σε σκεφτόμουν συχνά,
όταν η μεθυστική μυρωδιά των λουλουδιών μου έκοβε την ανάσα

Σε σκεφτόμουν συχνά,
περπατώντας στο δάσος ανάμεσα στα αγέρωχα πανύψηλα δέντρα

όμως άκου τα πουλιά              (τα πουλιά που σκοτώθηκαν)
μα κοίτα το ποτάμι                  (το ποτάμι που στέρεψε)
μύρισε τα λουλούδια              (τα λουλούδια που μαράθηκαν)
που είναι τα δέντρα;                (τα δέντρα που κάηκαν)

κι’ έτσι, τώρα πια δεν σε σκέφτομαι...

22/1/11

Καίγοντας Λουλούδια (Βιέννη)

Νυχτερινό τραίνο για τη Βιέννη
έξω το σκοτάδι και η ομίχλη, μέσα ο πόνος και η σκιά
ξέχασες πια τη φωτιά
αλλά οι φλόγες καίνε ακόμα στη νύχτα, τόσο λαμπερές
δεν ήταν η πρώτη φορά
αλλά ούτε και θα είναι η τελευταία

Καίγοντας λουλούδια
στους άδειους δρόμους τα μεσάνυχτα
ότι και να γίνει
δεν γίνεται για πρώτη φορά
Εμείς μόνο καίγαμε λουλούδια,
ενώ οι σκιές μαζεύονταν ανάμεσά μας
εμείς μόνο καίγαμε λουλούδια
μέχρι τη στιγμή που ξέσπασε η καταιγίδα

Άλλη μια νύχτα στο δρόμο, από το Βερολίνο στη Βιέννη
σε όλη τη διαδρομή ονειρευόμασταν το παρελθόν
Το παρελθόν απλώνεται μπροστά,
το μέλλον έχει μείνει πίσω μας :
δεν υπάρχει χώρος για το παρόν
σε μια τέτοια θαυμαστή τάξη πραγμάτων

Κι’ όμως οι φλόγες ακόμα καίνε μέσα στη νύχτα, τόσο λαμπερές
Ήταν άραγε η πρώτη φορά;
Μήπως δεν θα είναι η τελευταία;

Μέρες του 1933

Κλεισμένος μες στην άδεια κάμαρή του
στο σπίτι το έρημο που περνά τα χρόνια του τα τελευταία
τώρα πια γέρος - άρρωστος - κάθεται και αναπολεί
(η παρηγορία του η μοναδική αυτή πια είναι).



Η τωρινή ζωή καθόλου πια για σένα δεν υπάρχει.
Οι θύμησες της ηδονής έρχονται και σε τυλίγουν,
όχι τη νύχτα μόνο, αλλά και την ημέρα - όλη την ημέρα.

Τώρα που όλα τελειώνουν, κι ο θίασος ο αόρατος έχει πια φύγει,
θα άλλαζες άραγε την τέχνη σου με το νεανικό σου σώμα -
το σώμα που τόσο λάτρεψες, τα μέλη τα σφιχτοδεμένα, τα κόκκινα χείλη,
την ηδονή της σάρκας, τα άνομα τα πάθη;

Θυμάσαι πως έτρεμες κάποτε τα γηρατειά,
πόσο γελοίοι και θλιβεροί σου φαίνονταν οι γέροντες;
Τώρα η άθλια η μορφή τους από τον καθρέφτη σου προβάλλει
κάθε πρωί και σε κοιτάζει.

Έψαξες την αιώνια νεότητα μέσα στην τέχνη
(ήξερες πάντοτε πως κι αυτή η ελπίδα ήταν ένα ψέμα
για να παρηγοριέσαι κάπως καθώς πέρναγε η ζωή σου).

Τώρα που όλα πια τελειώνουν, μη δειλιάσεις.
Η νιότη έχει πια περάσει, κι η ηδονή σου ανάμνηση μια μακρινή μονάχα είναι.
Λόγο δεν έχεις πια να συνεχίσεις, και το ξέρεις.
Τίποτε πια δεν έχεις να σου λείψει.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
για τίποτα μη μετανιώσεις – όσα έζησες είναι μια ανάμνηση ωραία, μια ανάμνηση στιγμών ηδονικών –
κλείσε τα μάτια και θυμήσου όσα είχες, κι ύστερα
χωρίς πικρία, χωρίς λύπη και χωρίς ντροπή,
αποχαιρέτα την ζωή που τώρα χάνεις.

Για Πάντα

Είμαι ένα μαύρο άλογο
αόρατο στο σκοτάδι της νύχτας
καλπάζοντας στην έρημη στέππα
ο παγωμένος άνεμος καλπάζει στις φτέρνες μου

Είμαι ένα νυσταγμένο λιοντάρι
κυλιέμαι πάνω στα ξερά χόρτα της σαβάννας
μυρίζοντας το φρέσκο αίμα
που τρέχει από τις φλέβες σου

Είμαι μια γυναίκα που κοιμάται
στα λινά σεντόνια
τσαλακωμένα σεντόνια
νιώθω το χτύπο της καρδιάς σου
κάτω από την κοιλιά μου

Έχω χίλια πρόσωπα
είμαι αυτό που φοβάσαι
είμαι αυτό που περιμένεις
είμαι αυτό που ψάχνεις (θυμάσαι)

και ο άνεμος
ο άνεμος έμεινε στο τέλος
τα παράθυρα που τρίζουν
το σκοτάδι της μέρας



Είμαι η σκιά σου
πάνω στον τοίχο
γλυστράω πίσω σου αθόρυβα
λησμονημένος στο φως που τυφλώνει

Είμαι το μάτι που τα βλέπει όλα
βλέπω μέσα στο μυαλό σου
βλέπω τη μέρα και τη νύχτα σου
τη μοναξιά σου

Είμαι ο μαύρος καβαλλάρης
έρχομαι για σένα
έρχομαι στο τέλος
μόνο για σένα

Έχω χίλια πρόσωπα
έρχομαι για σένα
έρχομαι στο τέλος
μόνο για σένα

και ο άνεμος
μένει πάντα τελευταίος
τα παράθυρα τρίζουν
τρίζουν για πάντα

Τα Νερά της Λίμνης

Διακαώς επιθυμώ την επίλυσιν των προβλημάτων της ανθρωπότητος.
Εάν ήμουν πρόεδρος, ή πρωθυπουργός, όλα θα ήσαν διαφορετικά, υπέροχα, μαγευτικά.
Εάν ήμουν μέγας στρατηλάτης, επιστήμων, ποιητής, ή, τέλος πάντων, γενικώς, Μέγας,
αναμφισβητήτως θα δημιουργούσα, θα μεγαλουργούσα, θα έγραφον ιστορίαν.
Πάντοτε, όμως, τα όνειρά μου διαψεύδονται οικτρώς,
ωσάν μία μοχθηρά σκιά, προερχομένη από το χάος, να με βυθίζει εις το έρεβος.
Υποψιάζομαι, προπαντός, τον σκοτεινόν ρόλον των αναμνήσεων.
Λέξεις αυθαδεις, αλλόφρονες, μηδενιστικαί, τον νουν μου κυριεύουν και με σκοτίζουν.

  «Τα νερά της λίμνης αντιφεγγίζουν.
  Τα νερά της λίμνης λαμπυρίζουν τη νύχτα.
  Τα νερά της λίμνης καθρεφτίζουν αναμνήσεις χαμένης αγάπης.
  Τα νερά της λίμνης κλείνουν για πάντα πάνω από τα κεφάλια μας».

Ο βασιλιάς Κλο

Ο βασιλιάς Γκρισάρ ο Β’ φοράει τον πορφυρό του το μανδύα, το χρυσοκέντητο με τα χίλια πλουμίδια
τη χρυσαφένια του κορώνα στο κεφάλι, κρατάει το σκήπτρο του στο χέρι

Ο βασιλιάς Κλο μ’ ένα τριμμένο, ξεθωριασμένο πανωφόρι κι’ ένα βρώμικο σκούφο στα γκρίζα του μαλλιά

Βασιλιά Κλο, η φήμη απαιτεί θυσίες
μέσα στα μάτια σου, βασιλιά Κλο, δυο δάκρυα λάμπουν σα διαμάντια

Ο βασιλιάς Γκρισάρ ο Β’ τριγυρισμένος από δεκάδες αυλικούς του:
οι ευγενείς παραταγμένοι, κορδωμένοι και οι κυρίες των τιμών στις προσταγές του

Ο βασιλιάς Κλο μονάχος, στα χωράφια, οργώνει και τραγουδάει για τη γη του

Βασιλιά Κλο, η φήμη απαιτεί θυσίες
τα μάτια σου, βασιλιά Κλο, δεν έχουν πια κανένα να κοιτάξουν

Ο βασιλιάς Γκρισάρ ο Β’ λάμπει μεσ’ στη χρυσή του πανοπλία
στέλνει στη μάχη τους σιδερόφραχτους ιππότες, καβάλλα στ’ άλογα που χλιμιντρίζουν αγριεμένα, κι’ οι λεγεώνες από πίσω ακολουθάνε
Μάχες κερδισμένες, μάχες χαμένες: η ιστορία γράφεται με αίμα

Ο βασιλιάς Κλο κρατάει στο χέρι το ξύλινο στυλιάρι
μόνος του μάχεται να εμποδίσει τα κοράκια να καταστρέψουν τη σοδειά του
Μάχες κερδισμένες, μάχες χαμένες: για να θερίσεις δεν αρκεί να σπείρεις

Βασιλιά Κλο, η φήμη απαιτεί θυσίες
τα μάτια σου, βασιλιά Κλο, δεν κλείνουν πριν ο ήλιος βασιλέψει

Ο βασιλιάς Γκρισάρ ο Β’ κοιμάται μεσ’ στο κρύο μαυσωλείο: γύρω του είναι θαμμένα όλα τα πλούτη που αξίζουν στην αυτοκρατορική γενιά του
χρυσάφι, ασήμι και πολύτιμα πετράδια, για να μπορεί να κοιμηθεί γαληνεμένος

Ο βασιλιάς Κλο γερμένος είναι δίπλα σε μια λεύκα, σ’ ένα λάκκο ρηχό παραχωμένος

Βασιλιά Κλο, η φήμη απαιτεί θυσίες
τα μάτια σου, βασιλιά Κλο, έχουν για πάντα βασιλέψει

Η ιστορία, βασιλιά Κλο, δεν πρόκειται να γράψει τ’ όνομά σου
Κανένας, βασιλιά Κλο, κανένας δε θα μάθει τ’ όνομά σου
γιατί, βασιλιά Κλο, η φήμη απαιτεί θυσίες...

Όμως τα στάχια, βασιλιά Κλο, τ’ όνομά σου τραγουδούν όταν θροϊζουν
η γη που όργωνες, βασιλιά Κλο, ποτέ δε θα ξεχάσει το άγγιγμά σου
μέσα στης λεύκας σου, βασιλιά Κλο, τον κορμό το αίμα σου κυλάει

γιατί, βασιλιά Κλο, η μνήμη απαιτεί θυσίες...

20/1/11

Τέλος και Αρχή

Έχω καλά κλεισμένο στο μυαλό μου
ένα αρκούδι μοναχό, θλιμμένο
κρυφό σαν μυστικό του παραδείσου

Το μυστικό αρκούδι δεν χορεύει
ούτε γλεντά και σιγοτραγουδάει
στα μάτια ένα δάκρυ του αχνοπαίζει

Το μυστικό αρκούδι δεν κοιμάται
για πάντα ξύπνιο μέσα στ’ όνειρό του
στέκει βουβό, προσμένοντας το δείλι

Κι’ οι ώρες επεράσανε και σβήσαν
όπως και κάποια μέρα το καντήλι
του κόσμου αυτού που τόσοι έχουν πληγώσει

Κι’ όταν η νύχτα πέσει στις καρδιές μας
και το σκοτάδι όλα τα σκεπάσει
τ’ αρκούδι τελευταίο θ’ απομείνει

Καθώς στερνή φορά μας χαιρετάει
χαμόγελο το χείλι του φωτίζει:
               τώρα έναν άλλο κόσμο θα προσμένει

Άγνωστος Στρατιώτης

Κάνανε τη νύχτα μέρα.
Τα πολυβόλα.
Στο Εκατερίνενμπουργκ.
Στο αναθεματισμένο Εκατερίνενμπουργκ...

Στη Μεγάλη Πορεία.
«Μεγάλη Πορεία» την ονόμασαν, οι ηλίθιοι...
Ήτανε σφαγή, κύριέ μου.
Μακελειό.
Βαδίζαμε και μας θέριζαν τα πολυβόλα.

Εκεί ο Βολόντια έχασε τα πόδια του.
Καημένε Βολόντια...
Εκεί ο Γκρίσα, ο Γκρίσα κύριέ μου, έφαγε μια σφαίρα στην κοιλιά.
Κατάφερε να κάνει τρία βήματα βαστώντας τ’ άντερά του, μέχρι που χυθήκανε στις λάσπες...

Κι’ εγώ, κύριέ μου;
Εγώ είμαι ακόμα εδώ.
Είμαι ακόμα εδώ...